Δασκαλόπουλος Δημήτρης, «Θανάσης Βαλτινός»
 
 
Η μεταπολεμική πεζογραφία· Από τον πόλεμο του ’40 ως τη δικτατορία του ’67 τομ. Β΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1988, Σσ.306-308
 
 
Στο Συναξάρι Αντρέα Κορδοπάτη, με υπότιτλο: Αμερική, ο Βαλτινός καταγράφει την αφήγηση του ίδιου του Κορδοπάτη, για τα περιστατικά της οικογενειακής του ζωής, πώς κατάφερε να φτάσει στη «γη της επαγγελίας» των αρχών του αιώνα μας, πώς έζησε και εργάστηκε παράνομα στη χώρα αυτή και, τέλος, πώς τον γύρισαν πίσω στην Ελλάδα. Η ιστορία είναι αληθινή, ως πρωτογενές τουλάχιστον υλικό. Η δήλωση που προτάσσει ο Βαλτινός στο βιβλίο του δεν πρέπει να εκληφθεί ως δημιουργικό άλλοθι: «Ο Αντρέας Κορδοπάτης ζει στο χωριό Δάρα Μαντινείας. Κοντεύει τώρα ενενήντα πέντε χρόνων. Τα περιστατικά που ακολουθούν, είναι ένα κομμάτι από τη ζωή του. Μερικά τα είχε γράψει ο ίδιος, άλλα μου τα διηγήθηκε. Αυτό στάθηκε το πρώτο υλικό. Ξανάφτιαξα την ιστορία από την αρχή, φροντίζοντας να διατηρηθεί το ύφος και η απλότητα της κουβέντας του. Αλλαγές στα γεγονότα έγιναν ελάχιστες, κυρίως σε σημεία που ήσαν απαραίτητες για λόγους τεχνικούς». Η λακωνική αυτή δήλωση φωτίζεται περισσότερο με όσα γράφει η Καίη Τσιτσέλη σχολιάζοντας το βιβλίο. Στηριγμένη προφανώς σε πληροφορίες του συγγραφέα, η Τσιτσέλη αναφέρει ότι ο Βαλτινός βρήκε, όταν ήταν μαθητής, το χειρόγραφο του Κορδοπάτη, γεγονός που στάθηκε η αφορμή για διασκέδαση, καθώς ήταν γραμμένο σε γλώσσα αρχαΐζουσα και ακαταλαβίστικη, μια και προσπαθούσε να αποδώσει με σοβαροφάνεια τα ιστορούμενα γεγονότα, που συνήθως λέγονται με εντελώς διαφορετικό τρόπο στην καθημερινή κουβέντα. Μετά από πολλά χρόνια η στάση του Βαλτινού άλλαξε ριζικά απέναντι σ' αυτό το προκλητικό για ένα συγγραφέα χειρόγραφο. Εντυπωσιασμένος από το γλωσσικό ευνουχισμό του Κορδοπάτη, πήγε και τον βρήκε στο χωριό του, τον έπεισε να του διηγηθεί από τη αρχή την ιστορία και να τη συμπληρώσει. Κάτω από αυτά τα περιστατικά η λογοτεχνία φαίνεται να παίζει στην προκειμένη περίπτωση έναν παράξενο ρόλο. Ο λόγιος συγγραφέας, που συνήθως δανείζεται στοιχεία και τρόπους από τη λαϊκή λαλιά, έρχεται εδώ να αποκαταστήσει το πρόσωπο και να αποδώσει τη γνήσια φωνή σ' έναν άνθρωπο ο οποίος αρνήθηκε στα χρόνια του την αμεσότητα και τη γοητεία της καθημερινής του γλώσσας, προσπαθώντας να μιμηθεί αλλότρια πρότυπα, που του είχαν υποβάλλει οι κοινωνικές συνθήκες του καιρού του. Το αποτέλεσμα είναι ένα εκπληκτικής αμεσότητας αφήγημα, που υποβάλλει με τον υπαινικτικό και λιτό τρόπο του Βαλτινού όλα τα πάθη και τους καημούς των Ελλήνων μεταναστών στην Αμερική. Η επιλογή της λέξης «συναξάρι», που χρησιμοποιείται για τις βιογραφίες των αγίων, δηλώνει όλη τη συναισθηματική συμπάθεια για τα έργα, τις ημέρες και τα πάθη του Κορδοπάτη, ο οποίος διατηρεί και στις πιο δύσκολες στιγμές την αγνότητα και την ακεραιότητα του χαρακτήρα του. Γιατί και εδώ, όπως και στην Κάθοδο, ο ήρωας διεκδικεί το μερίδιό του στη ζωή, εγκλωβισμένος στο ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο της δράσης του έργου. Εξωτερικές και εσωτερικές αντιστοιχίες ανάμεσα στην Κάθοδο και το Συναξάρι υπάρχουν πολλές: στο ύφος, στην οικονομία του λόγου, στη γενικότερη δόμηση του υλικού. Τα κείμενα είναι, βεβαίως, εκ διαμέτρου αντίθετα στην τελική τους μορφή· ο τρόπος όμως που αντιμετωπίζει ο Βαλτινός το υλικό του υπακούει σε μια γενικότερη τακτική του, που θα χρησιμοποιηθεί και στο πρόσφατο Μπλε βαθύ σχεδόν μαύρο. Σε τι συνίσταται αυτή η τακτική; Από ένα ευρύτερο ιστορικό (εμφύλιος πόλεμος στην Κάθοδο), κοινωνικό (μετανάστευση, στο Συναξάρι), ή ανθρώπινο πλαίσιο (λειτουργία της μνήμης, στο Μπλε βαθύ), ο Βαλτινός απομονώνει μια λεπτομέρεια του συνόλου, όχι για να την αναγάγει σε σύμβολο αλλά για να μιλήσει αφαιρετικά και υπαινικτικά για το «όλον» μέσα από τις δυνατότητες που του παρέχει το «μέρος». Θυμηθείτε, σε ένα άλλο επίπεδο, την τυπογραφική μορφή του καβαφικού ποιήματος « Εν τω μηνί Αθύρ». Ανάμεσα στις σιωπές και τα χάσματα του επιγράμματος ο ποιητής αποτυπώνει την εκδοχή του για την ακέραια μορφή της επιτύμβιας στήλης. Ο αναγνώστης, στην περίπτωση του Βαλτινού, δεν υποχρεώνεται ποτέ να δεχτεί τις ερμηνευτικές παρεμβολές του συγγραφέα· αφήνεται ελεύθερος να ανατρέξει στα προσωπικά του βιώματα, να συσχετίσει τα περιστατικά και να συνδέσει το παρελθόν με το παρόν, ανιχνεύοντας τον τρόπο με τον οποίο καταλήγει το πρώτο στο δεύτερο. Ένας πεζογράφος παραδοσιακός θα έστηνε το σκηνικό του με όλες τις μπαρόκ λεπτομέρειες της μυθιστορηματικής αποκατάστασης, θα ανέλυε τις ψυχολογικές αντιδράσεις και διακυμάνσεις των ηρώων, θα προετοίμαζε τον αναγνώστη για την εξέλιξη της δράσης και θα κατέληγε στο λογικά ολοκληρωμένο έργο του. Ο Βαλτινός δεν έχει αρχή, μέση και τέλος στα βιβλία του. Οι αφηγήσεις του μπορούν θεωρητικά να συνεχίζονται επ' άπειρον, μια και οι ήρωες συλλαμβάνονται και αποδίδονται στο επιλεγμένο «μέρος» του «όλου». Δεν ξέρουμε πολλά πράγματα γι' αυτούς· είναι λεπτομέρειες μιας ευρύτερης τοιχογραφίας και λειτουργούν πεζογραφικά, ολοκληρώνονται σαν μυθιστορηματικοί τύποι μόνον μέσα στο συμφραζόμενο, δεδομένο πλαίσιο. Δε γνωρίζουμε τίποτα περισσότερο για την ομάδα των εννιά στην Κάθοδο, παρά όσα αναφέρει ο αφηγητής στην αρχή. Δε γνωρίζουμε τη μεταγενέστερη τύχη του αφηγητή. Δεν ξέρουμε αν ο Κορδοπάτης ξαναπήγε στην Αμερική, παρά τη βίαιη αποπομπή του απ' εκεί. Διαβάστε την τελευταία παράγραφο από το Συναξάρι:

«Καβαλήσαμε να φύγουμε. Περνώντας από την πλατεία Αγίου Βασιλείου του λέω: Περίμενε μια στιγμή. Κατεβαίνω και πάω στο πραχτορείο Μαλούχου. Ήταν ένας νέος υπάλληλος. Του λέω: Σε έξι μήνες ειδοποίησέ με όταν έχει πλοίο. Και άφησα όνομα και σύσταση.»

Η επιτυχία της τεχνικής του Βαλτινού έγκειται ακριβώς στο ότι δεν υπάρχει κανένα κενό — ούτε στον αναγνώστη, ούτε στο κείμενο — με τις ελλειπτικές σκιαγραφήσεις των προσώπων. Δε μας ενδιαφέρουν τα πρόσωπα ως ατομικές περιπτώσεις, αλλά η συμπεριφορά τους στις συγκεκριμένες συνθήκες. Πιστεύω ότι ο Βαλτινός ανήκει στην κατηγορία εκείνη των συγγραφέων που προϋποθέτουν και απαιτούν από τον αναγνώστη τους ενεργητική συμμετοχή στην αναβίωση των κειμένων. Μια βιαστική και επιφανειακή ανάγνωση ενέχει τον κίνδυνο να διατηρήσει αγεφύρωτη την απόσταση μεταξύ συγγραφέα και αναγνώστη. Πολύ σωστά θέτει το ζήτημα ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, σχολιάζοντας το Συναξάρι:

«Πράγματα πολύ απλά και πολύ εύκολα θα μπορούσε να υποθέσει κανείς από τις στοιχειώδεις αυτές πληροφορίες ή ακόμα και από τη βιαστική ανάγνωση του αφηγήματος, που δεν ξεπερνάει την έκταση της νουβέλας. Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: τα πράγματα μόνον φαινομενικά είναι απλά και δεν είναι καθόλου εύκολα. Γιατί κάτω από τη στεγνή εξιστόρηση επεισοδίων όχι πρωτότυπων και κάποτε τετριμμένων, κρύβονται κοιτάσματα πλούσια σε ουσία και μια αξιολογότατη συγγραφική μαστοριά. Η επίπεδη και αιχμηρή επιφάνεια του αφηγήματος είναι πέρα για πέρα απατηλή και η απλότητά της καλύπτει την επίμοχθη δουλειά ενός δεξιοτέχνη που ξέρει να εφαρμόζει τον χρυσό κανόνα του «παγόβουνου», σύμφωνα με τον οποίο σε κάθε άξιο του ονόματος λογοτέχνη εξέχει μόνο το ένα δέκατο του πραγματικού όγκου του.»