Ο Λουκής Λάρας τον Βικέλα αποτελεί προϊόν της διασταύρωσης συμβάσεων από διαφορετικά πολιτισμικά επίπεδα: από το κοινωνικό και το λογοτεχνικό. Η σύμβαση της ηθικότητας είναι αντιπροσωπευτική του πρώτου επιπέδου, και η σύμβαση ενός ανειμένου ρεαλισμού είναι αντιπροσωπευτική του δεύτερου. Ο συσχετισμός και η αλληλοεξυπηρέτηση των συμβάσεων των δύο διαφορετικών επιπέδων δεν γίνεται με τρόπο πρωτότυπο αλλά ούτε και κοινότυπο: αν κρίναμε σκόπιμο να αποτιμήσουμε το μυθιστόρημα από αυτή την άποψη, θα μπορούσαμε να καταλήξουμε στη διαπίστωση πως το συγκεκριμένο έργο συνιστά μια εορτή του επαρκούς συνδυασμού χρησιμοποιημένων συμβάσεων.
Η συνάντηση των πολλαπλών συμβάσεων συνεχίζεται και σε εκείνες που ανήκουν αποκλειστικά στο κοινωνικό ή στο λογοτεχνικό επίπεδο. Αυτό έχει ως συνέπεια την επίδειξη ενός εκλεκτικισμού που δημιουργεί αρκετά ερμηνευτικά προβλήματα όχι τόσο στο πρώτο όσο στο δεύτερο επίπεδο. Στο πρώτο από αυτά εκδηλώνεται με ιδέες που αρκετά σχηματικά θα μπορούσαμε να τις τοποθετήσουμε μέσα στα πλαίσια μιας αστικής ιδεολογίας και ενός ηθικού προτεσταντισμού, που διακρίνονται μεν σε όλη την έκταση του μυθιστορήματος αλλά που προβάλλονται και άμεσα -δηλαδή όχι απλώς μέσα από τη δράση των προσώπων- στα μέρη εκείνα όπου η αφηγηματική φωνή εγκαταλείπει την εξιστόρηση του συγκεκριμένου γεγονότος για να κάνει μια αποφθεγματική παρατήρηση ηθικού περιεχομένου.
Αυτές οι γενικού χαρακτήρα αποφθεγματικές παρατηρήσεις δίνουν την εντύπωση αφηγηματικών παρεκβάσεων, επειδή με αυτές δίνονται ορισμένες βασικές αρχές που δεν αναφέρονται αποκλειστικά στη δράση των μυθιστορηματικών χαρακτήρων, αλλά που πρέπει να καθορίζουν τη ζωή των ανθρώπων γενικώς. Μια προσεκτικότερη, ωστόσο, εξέταση οδηγεί στη διαπίστωση πως:
(1) οι παρεκβάσεις γίνονται χωρίς να διακόπτεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση, αλλά με έναν τροπισμό της αφηγηματικής σκοπιάς ο οποίος υπηρετείται από τη διαδοχική παρουσία τριών φωνών, η οποία έχει επισημανθεί από τη Μαριάννα Δήτσα : του νεαρού Λουκή, του γέρου Λουκή και του συγγραφέα, και
(2) οι παρεκβάσεις αποτελούν το μέσο με το οποίο ο συγγραφέας με τρόπο που δεν είναι δυνατό να περάσει απαρατήρητος ακόμη και από τον πιο απρόσεκτο αναγνώστη εξασφαλίζει τον συσχετισμό του πρωταγωνιστή του με το ευρύτερο ηθικό πλαίσιο μέσα στο οποίο η δράση του αναπτύσσεται, και το οποίο προτείνεται στον αναγνώστη. Με τις παρεκβάσεις, λοιπόν, αυτές που υπηρετούνται από τη φωνή του συγγραφέα -η οποία αποτελεί μια παραλλαγή/επέκταση της φωνής του γέρου Λουκή- ο Βικέλας ολοκληρώνει το προτεινόμενο ηθικό πλαίσιο με κανόνες που δεν είναι δυνατό να προκύψουν μέσα από την αφηγηματική επεξεργασία της ιστορίας του Τζίφου/Λάρα, ή που ο συγγραφέας συνειδητοποιεί πως δεν έχει τη δυνατότητα να τις αναδείξει μέσα από μια τέτοια επεξεργασία.
Το ηθικό πλαίσιο που προτείνει ο Βικέλας επιτελεί μια λειτουργία που είναι αποτελεσματική σε δύο επίπεδα: στο ατομικό και στο συλλογικό. Προσπαθεί, δηλαδή, να δικαιώσει την προσωπική ιδεολογία του καθώς και τη στάση της κοινωνικής τάξης του απέναντι σε θέματα εθνικά, χρησιμοποιώντας την ιστορία της ζωής κάποιου άλλου, και επιχειρώντας να δώσει στην εξιστόρηση της έναν παραδειγματικό χαρακτήρα. Ξεκινώντας από ένα λίγο ως πολύ προσωπικό κίνητρο καταλήγει σε μια πολιτική πρόταση μέσω της έκφρασης της ιδεολογίας μιας κοινωνικής τάξης που αξίωνε έναν καθοριστικό ρόλο στην υπό διαμόρφωση ελληνική κοινωνία.
Ο Λουκής Λάρας επιβεβαιώνει τους θεωρητικούς και κριτικούς της λογοτεχνίας που πιστεύουν πως το μυθιστόρημα είναι πάντα δεμένο με μια συγκεκριμένη ιδεολογία και με μια συγκεκριμένη κοινωνική πρακτική. Εφαρμόζοντας την άποψη αυτή στο μυθιστόρημα του Βικέλα διαπιστώνουμε πως την πολιτισμική μήτρα του αποτελεί η κυρίαρχη ιδεολογία της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης. Αυτό, βεβαίως, δεν σημαίνει πως είναι δυνατό να περιγράψουμε τη σχέση ανάμεσα στην ιδεολογική δομή από το ένα μέρος και στη λογοτεχνική φόρμα από το άλλο, πάνω στη διαλεκτική της σχέσης αιτίου και αιτιατού, επειδή καμιά ιδεολογία δεν έχει κατορθώσει έως σήμερα την τέλεια μεταβίβαση των αξιών της σε μια αισθητική μορφή.
Πολύ ενδιαφέρουσα σε ό,τι αφορά στην παραδειγματική λειτουργία του Λουκή Λάρα θα ήταν η εκτίμηση του κατά πόσο το έργο φιλοδοξεί να διαμορφώσει -δηλαδή να αλλάξει- νοοτροπίες, ή αν απλώς επιχειρεί να δώσει μια περιεκτική και συνοπτική μυθιστορηματική εικόνα καθιερωμένων νοοτροπιών. Η εκτίμηση αυτών των δύο λειτουργιών -που, φυσικά, συνυπάρχουν σε διαφορετικό βαθμό μέσα στο έργο- θα ισοδυναμούσε με την αποτίμηση της αναλογίας του πολιτικού και του ρεαλιστικού χαρακτήρα του.
Μετά τις συμβάσεις που συναντώνται στο κοινωνικό επίπεδο θα περάσω σε εκείνες που διασταυρώνονται στο λογοτεχνικό επίπεδο, οι οποίες αποκαλύπτουν τον εκλεκτικιστικό χαρακτήρα της αφήγησης στον Λουκή Λάρα, ο οποίος έχει προκαλέσει κάποιες αποκλίνουσες απόψεις σχετικά με την ταξινόμηση του έργου, αλλά και με τα σχετικά ταξινομικά κριτήρια, ανάμεσα σε μερικούς από τους βασικούς μελετητές του έργου, που είναι οι εξής: Αλέξανδρος Οικονόμος, Απόστολος Σαχίνης, Mario Vitti, Πάνος Μουλλάς, Μαριάννα Δήτσα και Σοφία Ντενίση, η οποία οργανώνει τις σχετικώς αποκλίνουσες απόψεις πάνω στον άξονα της αναγνώρισης του Λουκή Λάρα ως ιστορικού ή ως ρεαλιστικού μυθιστορήματος.
Το ηθικό παράδειγμα και η πολιτική πρόταση του Λουκή Λάρα υπηρετείται από αφηγηματικούς τρόπους που χαρακτηρίζονται από σωφροσύνη και μετριοπάθεια, οι οποίοι φανερώνουν μια μινιμαλιστική πρόθεση της αισθητικής της αφήγησης. Βασική σχετική εκδήλωση αποτελεί ο ήπιος αφηγηματικός τόνος που συντελεί ώστε το παράδειγμα να μην παίρνει τη σημασία του αξιώματος αλλά της δυνατότητας -ή, έστω, μιας δυνατότητας που προβάλλεται με αρκετά έντονο τρόπο. Σε αυτήν, άλλωστε, την επιτηδειότητα του Βικέλα πιστεύω πόας σε μεγάλο βαθμό οφείλεται η όποια λογοτεχνική αξία αναγνωρίζεται στο μυθιστόρημα, επειδή, για να λειτουργεί το παράδειγμα ως δυνατότητα, απαιτούνται ορισμένες αφηγηματικές ικανότητες που αρχικά θα κατορθώσουν μια μιμητική πιστότητα και, με τον τρόπο αυτόν, στη συνέχεια θα αποκαταστήσουν μια σχέση επίδρασης πάνω στον αναγνώστη.
Οι ικανότητες αυτές αντιστοιχούν σε -και οι αντίστοιχες απαιτήσεις είναι δυνατό να ικανοποιηθούν με- μια ρεαλιστική αφηγηματική γραφή. Ο ρεαλισμός, επομένως, ως πρόγραμμα τουλάχιστον, αποτελεί μια προϋπόθεση της παραδειγματικής λειτουργίας της αφήγησης στον Λουκή Λάρα, και αυτό νομίζω πως έγινε φανερό όχι μόνο από τις συγκεκριμένες ιδεολογικές σκοπιμότητες του έργου στις οποίες αναφέρθηκα προηγουμένως, αλλά και από τις γενικώς υφιστάμενες σχέσεις ανάμεσα στο ρεαλιστικό μυθιστόρημα και σε μια ηθική παραδειγματική λειτουργία της αφήγησης.
Μπορεί, όμως, ο αφηγηματικός ρεαλισμός ως πρόγραμμα; να εξυπηρετεί την ηθική παραδειγματική λειτουργία της αφήγησης στον Λουκή Λάρα, αλλά δεν αποτελεί παράλληλα και το αποκλειστικό πρότυπο του στο επίπεδο της επεξεργασίας της αφήγησης. Αυτό είναι δυνατό να διατυπωθεί και αλλιώς: ο ρεαλισμός χρησιμοποιείται από τον Βικέλα ως μέσο, αλλά δεν αποτελεί και σκοπό της αφήγησής του και αυτό πιστεύω πως συνιστά έναν παράγοντα αποδυνάμωσης της αναπαραστατικής ποιότητάς της, η οποία αποδυνάμωση με τη σειρά της μειώνει την αποτελεσματικότητα της παραδειγματικής λειτουργίας. Η σχέση, επομένως, του Λουκή Λάρα με τον αφηγηματικό ρεαλισμό καθορίζεται από την εκλεκτικιστική εφαρμογή κάποιων αρχών του και την απομίμηση κάποιων στοιχείων του· δεν αποτελεί, δηλαδή, ένα έργο που συμμετέχει ενεργά σε αυτή τη λογοτεχνική τάση εκφράζοντας είτε ενθουσιασμό είτε επιφυλάξεις - όπως αυτές που είχαν αρχίσει να διατυπώνονται στη Δύση. Η εκλεκτικιστική εφαρμογή των αρχών του ρεαλισμού αποτελεί συνέπεια του ιδεολογικού προγράμματος του Βικέλα, το οποίο από την άποψη της αξίωσης του για μια ηθική παραδειγματική λειτουργία της αφήγησης τον τρέπει προς τον ρεαλισμό, αλλά παράλληλα τον αναγκάζει να κρατιέται σε μιαν απόσταση από αυτόν, επειδή η κλίση του «προς αποκάλυψιν και έξαρσιν της αγαθής όψεως των πραγμάτων» που, όπως σωστά επεσήμανε ο Παλαμάς, αποτελεί ένα από τα βασικά γνωρίσματα του συγγραφέα, είναι εξ ορισμού αντιρεαλιστική. Αυτό, ωστόσο, δεν δημιούργησε κάποιο πρόβλημα στον Βικέλα από τη στιγμή που ήδη από το 1857 είχε βρει τα μυθιστορήματα που θα λειτουργούσαν ως πρότυπα του ανάμεσα στους Άγγλους και πιο συγκεκριμένα στους Βικτωριανούς συγγραφείς. Την καλοκαγαθία, επομένως, του ήρωα του Βικέλα, εκτός από όργανο του ιδεολογικού του προγράμματος, μπορούμε παράλληλα να τη δεχτούμε και ως επίδραση του αγγλικού μυθιστορήματος στο οποίο από τον Fielding έως την George Eliot η καλοκαγαθία των βασικών μυθιστορηματικών χαρακτήρων είναι σταθερή. Οι μυθιστοριογράφοι της βικτωτριανής εποχής, όπως είναι γνωστό, έθεσαν το μυθιστόρημα στην υπηρεσία της προόδου, της ηθικότητας και του κοινωνικά αληθούς, καθιστώντας το όργανο για άσκηση κοινωνικής κριτικής.
Η ομολογημένη από τον ίδιο επίδραση που δέχτηκε από το Pickwick Papers του Charles Dickens και το Adam Bede (1859) της George Eliot θα πρέπει να αναζητηθεί και προς την κατεύθυνση του τελευταίου μυθιστορήματος της ίδιας, το Middlemarch, που αποτελεί μιαν από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις της ηθικής παραδειγματικής λειτουργίας της μυθιστορηματικής αφήγησης, και το οποίο κυκλοφόρησε το 1872, δηλαδή έξι χρόνια πριν από τη συγγραφή του Λουκή Λάρα. Ο έπαινος που το 1859 διατυπώνεται από τον Βικέλα για την Eliot, ομολογώντας μάλιστα πως το μυθιστόρημα της Adam Bede, που μόλις είχε κυκλοφορήσει, ήταν «Το καλήτερον μυθιστόρημα οπού ποτέ ανέγνωσα», βασικά οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή «Περιγράφει τον άνθρωπον ως είναι και όχι ως έπρεπε να είναι».
Αυτό, όμως, το «ως είναι και όχι ως έπρεπε να είναι» δεν πρέπει να το δεχτούμε τόσο ως ομολογία της ροπής του Βικέλα προς τον ρεαλισμό, όσο ως εκδήλωση της αντίδρασης του προς τον ρομαντισμό: το «ως είναι» συνιστά γι' αυτόν ένα αντίδοτο στην υπερβολή, η οποία αποτελεί ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του ρομαντισμού και εκδηλώνεται στο επίπεδο των παθών -άσχετα από τον χαρακτήρα αυτών των παθών, αν δηλαδή αναφέρονται στην πατριδολατρία ή στον ηδονισμό. Το ρομαντικό αποτελεί γι' αυτόν αλλοίωση και διαστροφή του πραγματικού μια τάση αρρωστημένη που εντοπίζεται και στη φάση της συγγραφής αλλά και σε εκείνη της ανάγνωσης. Η τάση αυτή συνοδεύεται από μια ευχαρίστηση που δεν επιφέρει καμιά ωφέλεια - πρόκειται, δηλαδή, για μια διανοητική λαγνεία στην οποία είναι επιρρεπείς οι περισσότεροι. Αυτό, λοιπόν, που θα μπορούσαμε να δεχτούμε ως αρνητική στάση του Βικέλα απέναντι στο ιστορικό μυθιστόρημα δεν είναι άσχετο από το γεγονός ότι η ρομαντική ελληνική αφηγηματική πεζογραφία ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό -αλλά όχι απόλυτα- με το ιστορικό μυθιστόρημα και αφέθηκε πότε λιγότερο και πότε περισσότερο στο πάθος της υπερβολής και στη φιλοδοξία της εξιδανίκευσης.
Διαπιστώνουμε, επομένως, πως ο Βικέλας οδηγείται προς τον ρεαλισμό όχι μόνο από προτιμήσεις αλλά και από απαρέσκειες. Μια από τις σημαντικότερες αρνητικές αιτίες που τον οδήγησαν στον ρεαλισμό είναι και εκείνη που απορρέει από τις περιορισμένες δυνατότητες της δημιουργικής φαντασίας του. Στον Λουκή Λάρα, αλλά και σε ολόκληρο το αφηγηματικό έργο του Βικέλα, γίνεται φανερό πως η φαντασία του λειτουργεί αναπλαστικά, βασιζόμενη πάντα, όπως ομολογεί και ο ίδιος, σε εξωτερικές αφορμές έμπνευσης. Στην περίπτωση, βεβαίως, του Λουκή Λάρα, όχι απλώς την αφορμή αλλά και ολόκληρη την αφηγηματική βάση και το πλαίσιο έδωσε το χειρόγραφο του Λουκά Ζίφου ή Τζίφου, τη συγγραφή του οποίου προκάλεσε ο ίδιος ο Βικέλας παροτρύνοντας τον να γράψει όσα του αφηγόταν προφορικώς.
Η περιστολή της φαντασίας θα μπορούσε να προβληθεί ως προγραμματική, αν λαμβάναμε υπ' όψη τη διαφοροποίηση που απεργάστηκε ο Λουκής Λάρας ως προς την αμέσως προηγούμενη πεζογραφία, στην οποία κυριαρχούσαν τα εξωτικά, φανταστικά και μελοδραματικά διηγήματα του Αλεξάνδρου Ρίζου Ραγκαβή. Το είδος που προτείνεται με τον Λάρα δέχεται ως αφηγηματικά υλικά τα ταπεινά, συνηθισμένα περιστατικά της καθημερινής ζωής, και τα παρουσιάζει με μια δραματική και εκφραστική -αν παραβλέψουμε τη ρητορεία που επανέρχεται κάθε τόσο αλλά που δεν διαρκεί πολύ- λιτότητα. Τα περιθώρια για μια δημιουργική λειτουργία της φαντασίας εξ ορισμού στενεύουν με ένα τέτοιο μυθιστορηματικό πρόγραμμα, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως αν ο Βικέλας διέθετε μια καθαρά δημιουργική φαντασία δεν θα μπορούσε να την αξιοποιήσει ακόμη και μέσα σε αυτά τα στενά περιθώρια.
Η αναπλαστική, λοιπόν, φαντασία του Βικέλα βολεύεται ιδανικά με την προγραμματική δυσπιστία του ρεαλισμού απέναντι στη φαντασία. Οι περιορισμένες δυνατότητες της φαντασίας που προβάλλονται ως περιστολή της φαντασίας, όπως και η προβαλλόμενη απλότητα και ειλικρίνεια, αλλά και η απλούστευση εκείνη που είναι συνέπεια της υποχώρησης των διεκδικήσεων της φόρμας απέναντι στη μόνιμη αξίωση για παρουσίαση ενός περιεχομένου «αληθινού», όλα αυτά που χαρακτηρίζουν την πρόζα του Βικέλα αποτελούν βασικές προγραμματικές αρχές του αφηγηματικού ρεαλισμού.
Οι παραπάνω παρατηρήσεις οδηγούν στο συμπέρασμα πως ο συνδυασμός της επιδιωκόμενης ηθικής παραδειγματικής λειτουργίας της αφήγησης με τις περιορισμένες δυνατότητες της δημιουργικής φαντασίας του, οδήγησε τον Βικέλα στην καλλιέργεια ενός αφηγηματικού είδους που όχι μόνο εξυπηρέτησε το ιδεολογικό του πρόγραμμα και κάλυψε τις αφηγηματικές αδυναμίες του, αλλά κατόρθωσε και να καινοτομήσει ανοίγοντας στην πεζογραφία μας τον δρόμο που θα οδηγούσε στην ηθογραφία.