Πούχνερ Βάλτερ. Η γλωσσική σάτιρα στην ελληνική κωμωδία του 19ου αιώνα
 
Αθήνα 2001, Πατάκης, σσ. 246- 259
 
 
 

Η “Βαβυλωνία” και οι ντοπιολαλιές της

 

Ο Δημήτριος Κ. Χατζηασλάνης (περ. 1790-1853), ο λεγόμενος Βυζάντιος (από την Πόλη) κατείχε κατά τη διάρκεια του Αγώνα και ως την άφιξη του Όθωνα διάφορες θέσεις ως γραμματέας, κατά την οθωνική περίοδο ζει αποκλειστικά από την αγιογραφία του.

 Η “Βαβυλωνία”, πρώτη του κωμωδία που εκδίδεται το 1836 στην Αθήνα και σημειώνει, στην ανασκευασμένη μορφή του 1840 τεράστια επιτυχία στη σκηνή (ιδίως μετά το 1860). Ο σκοπός του έργου δηλώνεται ήδη στον υπότιτλο της πρώτης έκδοσης: «Η κατά τόπους διαφθορά της Ελληνικής γλώσσης» και δηλώνεται ρητά στον πρόλογο. Ως γλωσσική σάτιρα της ασυνεννοησίας εκλαμβανόταν ανέκαθεν. Ο Βυζάντιος πίστεψε, πως με τη γεωγραφική επιλογή των ιδιωματικών τύπων του, που καλύπτουν ακραία φαινόμενα της χρήσης ξένου λεξιλογίου, καλύπτει περίπου το σύνολο της νεοελληνικής Βαβέλ. Η διασκευή του 1840 δεν οφείλεται μόνο στις παρεμβάσεις των ηθοποιών της παράστασης του 1837, όπως διατείνεται ο Λάσκαρης, αλλά φανερώνει ουσιαστικότερες μεταβολές, χωρίς να απαλείφει τις κατ’ αυτόν πλεονάζουσες δύο τελευταίες πράξεις. Ορισμένα διαλεκτικά και ιδιωματικά στοιχεία χρησιμοποιεί ο Βυζάντιος και στις άλλες κωμωδίες του, από τις οποίες ωστόσο καμιά δεν είχε την επιτυχία της Βαβυλωνίας, ούτε ως ανάγνωσμα ούτε ως σκηνική παράσταση. Από το γεγονός αυτό και μόνο διαφαίνεται, πόσο καίριο ήταν το γλωσσικό ζήτημα στη δεκαετία του 1830-1840, όπου σημειώνεται στη λογοτεχνία η οριστική στροφή στον αρχαϊσμό, που πρεσβεύει, με κάποια «κοραϊκή» απόχρωση και μετριοφροσύνη όμως, και ο Βυζάντιος. Αυτό που εισάγει βέβαια για πρώτη φορά συστηματικά, είναι η κωμική τεχνική της παρεξήγησης, κυρίως βέβαια ανάμεσα στο σοφολογιότατο και τον Ανατολίτη· τέτοιο βέβαια ήταν ήδη το αστείο του Ρίζου Νερουλού στα «Κορακιστικά», που βάζει το Σωτήριο να ταΐζει τους Γιαννιώτες, Κύπριους, Χίους και Μυτιληνιούς με «ήτρια» του «Λογίου Ερμή» για καθάρσιο στην καραντίνα («τεσσαρακοστήν»). Εδώ όμως η ασυνεννοησία παρατηρείται και ανάμεσα στα ιδιώματα, και σε μια τέτοια παρεξήγηση, για τη σημασία της λέξης «κουράδι» (στα κρητικά σημαίνει πρόβατο) ξεσπάει η μοναδική δράση του έργου, ο τραυματισμός του Κρητικού από τον Αρβανίτη, που θα επαναληφθεί αργότερα αυτούσια στον Καραγκιόζη. Το τέχνασμα της λεκτικής παρεξήγησης, της ασυμφωνίας μεταξύ σημασιολογικής χρήσης και ερμηνείας από τις δύο πλευρές της επικοινωνίας, ανήκει στις πολύ παλαιές τεχνικές και στρατηγικές της πρόκλησης γέλιου. Το αστείο έγκειται, όπως συνήθως στις στρατηγικές του γέλιου, σε μια παράβαση ή παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, όπου παραβιάζεται ο άγραφος κανόνας της θεατρικής παράστασης και της δραματογραφίας, πως όλοι οι σκηνικοί χαρακτήρες κατέχουν τον κώδικα της επικοινωνίας, γραμματική, σύνταξη, λεξιλόγιο και σημασιολογία της γλώσσας, στην οποία είναι γραμμένο το έργο και την οποία χρησιμοποιεί ο πολιτισμός στον οποίο ανήκουν. Από αυτή την άποψη η σημασιολογική παρεξήγηση είναι μια από τις τεχνικές της προσωρινής διακοπής της ομαλής ροής της επικοινωνίας, που οδηγεί σε αναβολές, στην πυροδότηση ψεύτικων υποψιών, προβληματισμών, πράξεων κτλ. και παραπέρα σε μια ένταση του σασπένς στον αναγνώστη/θεατή. Στη γλωσσική σάτιρα γίνεται θέμα ακριβώς αυτό το ενιαίο της γλωσσικής συμπεριφοράς, η οποία στη διαλεκτική κωμωδία δεν είναι δεδομένη· οι τοπικές διαφορές εκφράζονται γλωσσικά, σε όλα τα πεδία της γλωσσολογικής ανάλυσης, και οδηγούν σε τραγικές ή και γελοίες συνέπειες, όπως είναι η φυλάκιση των πάντων στη «Βαβυλωνία», ενώ θα άρμοζε η εθνική ομόνοια και χαρά για τη νίκη το 1827, αφού βυθίζεται ο τουρκο-αιγυπτιακός στόλος στο Ναβαρίνο και τερματίζεται ο ατελείωτος Αγώνας του 1821. Ο Βυζάντιος θίγει την τραγική νότα αυτής της κατάστασης ήδη στον πρόλογο και υπογραμμίζει την ανάγκη της ύπαρξης της κοινής ομιλουμένης, όπως διαμορφώθηκε στα σχολεία και στους εγγραμμάτους, χωρίς τις ακρότητες του σοφολογιότατου. Με μια διαφορετική ματιά η Βαβυλωνία σατιρίζει τη γλωσσική πραγματικότητα απ’ ό,τι τα «Κορακιστικά» ή και ο «Φιλάργυρος», όπου οι ντοπιολαλιές δεν δημιουργούν προβλήματα συστηματικών παρεξηγήσεων. Ούτε θα εμφανιστεί αυτό το στοιχείο ξανά με τέτοιο προγραμματικό τρόπο· στον Καραγκιόζη οι παρεξηγήσεις δεν έχουν κανένα ιδεολογικό βάθος πια, είναι απλώς στρατηγικές του αστείου που βάζουν να αντιπαρατίθενται και συνδιαλέγονται οι διαλεκτικές φιγούρες.

 Η «Βαβυλώνια» με τον «ομιλούντα» τίτλο της είχε ωστόσο και μιαν άλλη, λιγότερο γνωστή διάσταση: δεν ήταν απλώς μια τεράστια επιτυχία στο εσωτερικό, παρά το δραματουργικά αδύνατο χαρακτήρα της, αλλά εκλαμβανόταν στο εξωτερικό από γλωσσολόγους και νεοελληνιστές και ως γνήσια πηγή για την ανάλυση της νεοελληνικής διαλεκτολογίας: ο Mullach το 1856, βασιζόμενος στη «Βαβυλωνία», ξεχωρίζει έξι νεοελληνικές διαλέκτους (μικρασιατικά, χιώτικα, κρητικά, κυπριακά, πελοποννησιακά, και επτανησιακά), ο Sandreczki το 1872 αναλύει εκτενώς όλο το έργο, δίνει παραθέματα των διαφόρων ιδιωμάτων σε γερμανική μετάφραση, συνιστά τη «Βαβυλωνία») ως σπουδαία πηγή της νεοελληνικής διαλεκτολογίας και της “αυθεντικότητας” του λαϊκού πολιτισμού· και ο Gustav Meyer, στη βιβλιογραφία της νεοελληνικής διαλεκτολογίας (1894), παραπέμπει συχνά στη «Βαβυλωνία». Παρομοίως ο Karl Dietrich, ο γνωστός γλωσσολόγος και λαογράφος των Νότιων Σποράδων, συγγραφέας μιας σημαντικής ιστορίας της βυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας (1909) και μελετητής της λαϊκής λογοτεχνίας στα πλαίσια της συγκριτικής Βαλκανολογίας, χρησιμοποιεί, σ’ ένα μελέτημα για την εξέλιξη της ελληνικής γλώσσας στην πρώτη χιλιετία, τη «Βαβυλωνία» ως πηγή για παραδείγματα τεκμηρίωσης ορισμένων διαλεκτικών φαινομένων. Αντιθέτως, ο Ψυχάρης είχε τονίσει ήδη νωρίτερα, ότι η κωμωδία δεν έχει καμία σημασία για τη νεοελληνική διαλεκτολογία. Αυτή η επιστημονική διένεξη και αβεβαιότητα προέτρεψε τον Karl Krumbacher, τον ιδρυτή της Βυζαντινολογίας, με το γνωστό ζωηρό ενδιαφέρον και για τα νέα ελληνικά, να δώσει ως θέμα μιας διδακτορικής διατριβής στο νεοελληνιστή Gustav Soyter, τον έλεγχο: α) σε ποιο βαθμό ο λογιότατος της κωμωδίας σατίριζε τους Κοραϊστές, και β) σε ποιο βαθμό οι διαλεκτικοί τύποι της κωμωδίας μπορούσαν να αποτελούν βάση και πηγή για μια επιστημονική ανάλυση και χρήση των ρήσεών τους στη νεοελληνική διαλεκτολογία. Στο πρώτο, πιο σύντομο σκέλος της εργασίας ο Soyter, παραβάλλοντας τα Κορακιστικά (1813) προς τη Βαβυλώνια (1836), φτάνει στο συμπέρασμα, πως το 1836 δεν είναι πια οι Κοραϊστές που σατιρίζονται αλλά οι αρχαϊστές, στο δεύτερο, πιο εκτενές μέρος, καταλήγει, ύστερα από την εξέταση όλων των διαλεκτικών τύπων της κωμωδίας, πως αυτή δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υλικό για τη μελέτη των νεοελληνικών διαλέκτων. Προσφέρει μια συστηματική ανάλυση του διαλεκτικού και ιδιωματικού υλικού και σύγκριση με τις υπαρκτές διαλέκτους, οι οποίες στα τέλη του 19ου αιώνα είχαν μελετηθεί αρκετά, ώστε να δίνουν μιαν αρκετά πιστή εικόνα και να επιτρέπουν αποτελέσματα αυτού του είδους και τα συμπεράσματα να έχουν ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη γιατί στην επιλεκτική ή και πλασματική χρήση ορισμένων στοιχείων μιας ντοπιολαλιάς στηρίζεται ένα μεγάλο μέρος της κωμωδιογραφίας του 19ου αιώνα, όταν καταφεύγει στη χρήση τοπικών ιδιωμάτων για πρόσθετη κωμικότητα, έως και το κωμειδύλλιο, την επιθεώρηση και τον Καραγκιόζη, όπου οι στερεότυπες φιγούρες χρησιμοποιούν μια παρόμια “συνθηματική” ντοπιολαλιά, που περισσότερο βασίζεται σε μια σύμβαση και συνθήκη με το κοινό (π.χ. σε ποιες γλωσσικές ιδιαιτερότητες να στηρίζονται τα “ρουμελιώτικα” κτλ.), παρά στην πιστή αναπαραγωγή ενός υπαρκτού ιδιώματος, που θα είχε πολύ λιγότερη δραματουργική λειτουργικότητα. Σ’ αυτό έγκειται και η διαφορά του Ρεαλισμού της Ηθογραφίας από το Νατουραλισμό της επιστημονικής καταγραφής και αναπαραγωγής μιας ντοπιολαλιάς, στη διαφορά νοσταλγικού και φολκλορικού ηθογραφισμού και άκρου και συνεπούς νατουραλισμού. αλλά πρόκειται και για μια ειδολογική λογοτεχνική διαφορά: αυτό που μπορεί να γίνει σ’ ένα διάλογο, εμπεδωμένο στον αφηγούμενο λόγο σε ενιαία λογοτεχνική γλώσσα, και δίνει το couleur locale και την αυθεντικότητα του τοπικού, -η ενδεχόμενη δυσκολία στην κατανόηση και πρόσληψη αντισταθμίζεται από τη συντομία του παραθέματος και τη λειτουργία μιας αισθητικής διάνθισης του λογοτεχνήματος με μιαν άλλη γλωσσική διάσταση- αυτό δεν μπορεί να γίνει σ’ ένα ολόκληρο δραματικό έργο, που πρέπει να υπολογίσει την κούραση των αναγνωστών/θεατών, τη δυσκολία προφοράς κι εκφοράς του λόγου για τους ηθοποιούς, τη μονοτονία και ενδεχόμενη δυσκολία κατανόησης, το περιορισμένο λεξιλόγιο των ιδιωμάτων κτλ. Είναι δηλαδή η δραματουργική οικονομία και κυρίως ο ομιλούμενος επί σκηνής λόγος που κρατάει τα ιδιωματικά και διαλεκτικά στοιχεία σε κάποιο περιορισμό, ποσοτικά και ποιοτικά.