Παπανούτσος Ε., Παλαμάς, Καβάφης, Σικελιανός
 
Αθήνα [χ.χ], Ίκαρος. «Η ποιητική του Παλαμά». Σσ. 11-17
 
 
 
  1. Η ΠΟΙΗΤΙΚΗ  ΤΟΥ  ΠΑΛΑΜΑ

 

 

Διπλά και τριπλά στοχαστής

ποιος άλλος ημπορεί να ειπωθεί,

ποιος άλλος παρά ο καλλιτέχνης;

FLAUBERT

 

Ο Παλαμάς δεν ήταν μόνο ένας γνήσιος και φλογερός, ένας κατ' εξοχήν ποιητής, ψυχή με υψηλή πάντα ποιητική θερμοκρασία, αλλά και στοχαστής αξιόλογος που με τη μελέτη και την αυτοανάλυση έσκυψ' εξεταστικά απάνω στα καλαισθητικά ζητήματα, και πνεύμα λαίμαργο και οξύ που δεν του έφτανε να ζει μόνο την Τέχνη και να την υπηρετεί, λειτουργός και δούλος της, αλλά ήθελε και θεωρητικά να έρευνα και συνειδητά με το στοχασμό να κάνει τα πολλά και σκοτεινά προβλήματά της.

Χαρακτηρολογικά έχει διαπιστωθεί ότι σπάνια συνταιριάζουν μέσα στον ίδιο άνθρωπο ο αισθητικός με τον θεωρητικό — πολύ σπανιότερα απ' όσο διασταυρώνονται μέσα στην ίδια προσωπικότητα ο θεωρητικός και ο πρακτικός άνθρωπος, ο επιστήμονας π.χ. και ο πολιτικός. Όχι γιατί τάχα ο καλλιτέχνης και ο φιλότεχνος είναι τύποι εντελώς συναισθηματικοί, ξένοι προς του εταστικού στοχασμού τα σκιρτήματα και στις βουλητικές εκδηλώσεις τους άτονοι και σαν περιπλεγμένοι — αυτό είναι μια ξεπερασμένη πια σήμερα αντίληψη, και κανείς δεν μπορεί σοβαρά να υποστηρίξει ότι ο καλλιτέχνης ούτε στοχάζεται ισχυρά, ούτε βούλεται, αλλά μόνο αισθάνεται, γιατί η Τέχνη είναι πνευματική λειτουργία που την τελεί ο άνθρωπος εντεινόμενος «ξυν όλη τη ψυχή». Αλλά για έναν άλλο λόγο: ο αισθητικός άνθρωπος συνειδησιακά προσανατολίζεται απέναντι στη Ζωή και στη Φύση εντελώς διαφορετικά από τον θεωρητικό — δεν αναλύει για να τις συλλάβει μέσα στης κριτικής σκέψης τα σχήματα και να τις εννοήσει, αλλά τις αδράχνει σα μορφές με κρουστήν εποπτικότητα για να συγκινηθεί από το κάλλος τους. Ο καθένας λοιπόν στην ιδεατήν αγνότητά του αντιπροσωπεύει μια ξεχωριστή υπαρξιακή διάσταση. Και για τούτο στην πραγματικότητα σπάνια συναντώνται μέσα στον ίδιο άνθρωπο έντονες αισθητικές διαθέσεις με ζωηρά θεωρητικά διαφέροντα, και φυσιογνωμίες σαν τον Πλάτωνα, τον Leonardo da Vinci και τον Goethe είναι εκπληκτικές εξαιρέσεις. Για τούτο ακόμη ελάχιστοι είναι οι δημιουργικοί καλλιτέχνες που ασχολήθηκαν θεωρητικά με την έρευνα των καλαισθητικών προβλημάτων και ήταν θετική η προσφορά τους στη φιλοσοφική θεώρηση και ερμηνεία της Τέχνης. Αυτό εξηγεί και την πλανεμένη αντίληψη μερικών ότι, για να διατηρήσει αθόλωτη τη γνησιότητα του ταλέντου του, πρέπει ο καλλιτέχνης να μένει εντελώς αγνός από κάθε θεωρητικήν ενασχόληση, επειδή τάχα η καλλιτεχνική ιδιοφυΐα φθείρεται και εκτροχιάζεται με τη θεωρία και την κριτική, όταν ο ίδιος ο καλλιτέχνης τις ασκεί στο έργο του απάνω ή στων άλλων την παραγωγή (για παράδειγμα δικοί μας αναφέρουν την περίπτωση του Σολωμού, άστοχα κατά τη γνώμη μου). Κ' εν τούτοις, αν τύχει και συνδυάζει κανείς μαζί με την καλλιτεχνική διάθεση και μια θεωρητικά διεισδυτική και κριτικά γυμνασμένη σκέψη, αυτός ορισμένως θα είναι ο πιο κατάλληλος να μιλήσει μέσ' από την προσωπική του πείρα για τα περίπλοκα ζητήματα που παρουσιάζει στη φιλοσοφική της θεώρηση η Τέχνη και που για να διερευνηθούν και να διαφωτισθούν απαιτούν από τον ερευνητή όχι μόνο επιστημονικά πειθαρχημένο στοχασμό, αλλά και άκραν ευαισθησία. Αυτός είναι ο λόγος που αισθητικοί και ψυχολόγοι της Τέχνης, τα τελευταία χρόνια, αντί ν' αποφαίνονται δογματικά ή να πειραματίζονται απάνω σε πρόσωπα που δεν έχουν ιδιαίτερη ευαισθησία απέναντι στης Τέχνης τα δημιουργήματα (για να συντάξουν τάχα μιαν αντικειμενική, «επιστημονική» Αισθητική), μελετούν επίμονα τα όσα έγραψαν για τη φύση και τις συγκινήσεις της καλλιτεχνικής λειτουργίας στ' απομνημονεύματα ή σε ειδικές μελέτες τους όσοι αξιώθηκαν να δεχτούν — σκεύη εκλογής αξιοζήλευτα — της Τέχνης την ευλογία κ' έκαναν τη διακονία της σκοπό και πάθος μεγάλο της ζωής τους. Όχι μόνο ν' αγνοήσει δεν μπορεί ο Αισθητικός τις μαρτυρίες αυτού του είδους (ιερά και πολύτιμα ντοκουμέντα), αλλά με αυτές έχει χρέος να ελέγξει και να επαληθέψει τις θεωρίες του.

Ανάμεσα στους λίγους αληθινούς αλλά και ονομαστούς καλλιτέχνες που μίλησαν και θεωρητικά για της Τέχνης τα προβλήματα (τέτοιοι ο Goethe, ο Schiller, ο Nietzsche, ο Stendhal, ο Flaubert, ο Ruskin, ο Wilde, ο Rodin, ο Proust, ο Valéry, ο Bréton κ.ά.), η δική μας, η νεοελληνική Λογοτεχνία δύο ονόματα έχει να παρατάξει — τους δύο μεγαλύτερους ποιητές μας: το Σολωμό και τον Παλαμά. Κ' ενώ ο Σολωμός περιορίστηκε στους λιγοστούς «Στοχασμούς» και σε σύντομες σημειώσεις, ο Παλαμάς και στο κεφάλαιο τούτο μας έχει δώσει πλούσια την προσφορά του. Δεν είναι μόνο οι πρόλογοι που έχει προτάξει στα έμμετρα έργα του(κανενός λογοτέχνη μας οι πρόλογοι δεν διαβάζονται με τόσο ενδιαφέρον, δεν είναι τόσο αποκαλυπτικοί και διαφωτιστικοί για τον τρόπο που στοχάζεται και εργάζεται, επομένως σημαντικοί για τη βαθύτερη κατανόηση του έργου του, όσο οι πρόλογοι του Παλαμά), αλλά και τα κριτικά του άρθρα και δοκίμια (εκείνα που έχει εκδώσει χωριστά, όπως π.χ. Το έργο του Κρυστάλλη, όσα έχει συγκεντρώσει μέσα στα Πρώτα Κριτικά και στους τρεις τόμους των Πεζών Δρόμων, και όποια είναι σκορπισμένα σ' εφημερίδες και περιοδικά και προπάντων στην Ποιητική και στα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου). Παράλληλα προς το ποιητικό, το διηγηματικό και το θεατρικό, όχι μόνο το κριτικό, αλλά και το κυρίως αισθητικό έργο του Παλαμά είναι εξαιρετικά αξιόλογο, και όταν πρόκειται να τοποθετήσομε ιστορικά, να κρίνομε και να σημασιολογήσομε το παλαμικό έργο, χρέος έχομε να μελετήσομε αυτή την πλούσια ποιητική προσωπικότητα και από την άποψη της προσφοράς της τόσο στη νεοελληνική Κριτική, όσο και στη νεοελληνική Αισθητική. Όπου στους προλόγους και στις μελέτες του αγγίζει προβλήματα αισθητικά, προπάντων ζητήματα που αναφέρονται στη φύση και στην τεχνική της Ποίησης, της κατ' εξοχήν Τέχνης του Λόγου, ή όπου μιλεί για την εσώτερη σύνθεση της καλλιτεχνικής ψυχής, για τον τρόπο που αντικρίζει τον κόσμο και τη ζωή και για το πώς μέσα στο έργο του εκφράζεται και λυτρώνεται ο καλλιτέχνης, του Παλαμά η σκέψη έχει λάμψη και βάθος, και ο λόγος του, μεστός από νοήματα, παρά την πυκνότητα του καθαρός και σαφής, συνδυάζει την υποβλητική δύναμη της μορφής με την εκφραστικήν ευστοχία και ενάργεια.

Θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς την αντίρρηση ότι αυτοί οι σκόρπιοι εδώ κ' εκεί αισθητικοί στοχασμοί του Παλαμά (συστηματικά δεν έχει γράψει για τα αισθητικά ζητήματα) είναι απλώς αντιφεγγίσματα και αντίλαλοι από διαβάσματά του — γιατί ήτανε, όπως όλοι ξέρομε και όπως πολύ συχνά αναφέρει, άνθρωπος που διάβαζε και με πάθος αγαπούσε τα βιβλία, μαζί με τα ποιητικά και τα φιλοσοφικά, τα κριτικά και τα αισθητικά ιδίως. (Τις προτιμήσεις του ο ίδιος τις μνημονεύει: είναι του Goethe οι Συνομιλίες με τον Eckermann, η Αισθητική του Hegel, ο Saint-Beuve, ο Taine, ο Renan, ο Guyau, ο Nietzsche, ο Ruskin, ο Bergson, ο Freud, ο H. Delacroix τελευταία — κυρίως η γαλλική φιλοσοφία και αισθητική). Ακόμη και μια άλλη αντίρρηση Θα μπορούσε να προβληθεί: ότι, όσες φορές ο Παλαμάς μιλεί για την Ποίηση, για την ουσία και για την τεχνική της, ή για τον καλλιτέχνη και για τη θέση του μέσα στον πνευματικό κόσμο, εξετάζει όχι γενικά το θέμα του, αλλά μάλλον προσωπικά — τον εαυτό του και το έργο του θέλει να ερμηνέψει και αυτών την κατανόηση προσπαθεί να διευκολύνει. Τι γενικότερο λοιπόν ενδιαφέρον θα μπορούσαν να έχουν οι αισθητικές του σκέψεις;

Ένα βαθύτερο όμως κοίταγμα του ζητήματος εύκολα θα μας πείσει ότι και οι δύο αυτές αντιρρήσεις δεν είναι ορθές. Από τη συνοπτική έκθεση των αισθητικών του ιδεών, που θα προσπαθήσομε να παρουσιάσομε σ' αυτό εδώ το μελέτημα, θα φανεί, ελπίζω, ότι οι ιδέες του Παλαμά για την Τέχνη και για τα προβλήματά της έχουν πρωτοτυπία κ' έναν τόνο που φανερώνει ότι δεν είναι ξαναμασημένοι ξένοι στοχασμοί που τους διατηρεί η μνήμη του βιβλιολάτρη, αλλά πηγάζουν από ένα άμεσο αντίκρισμα των ζητημάτων με το όργανο μιας ερευνητικής, κριτικής διάνοιας που έχει βέβαια γυμναστεί από τη μελέτη, αλλά ξέρει στην έρευνα να διατηρεί την αυτοτέλεια και τη δροσιά της. Ο Παλαμάς δεν δέχεται απλώς, ούτε παθητικά αφομοιώνει ανατοποθετεί τα ζητήματα, διορθώνει και συμπληρώνει τις προτεινόμενες λύσεις. Όταν ακόμη, αντί ο ίδιος ν' αποφαίνεται, προτιμά να παραθέτει τις γνώμες αισθητικών και ποιητών που τους θαυμάζει, ή στη δική τους αναγνωρισμένη αυθεντία ν' αναφέρεται, και τότε δεν είναι ο συγγραφέας που εργάζεται με την αποδελτίωση ξένων σκέψεων και με την επιδέξια συγκεφαλαίωση των δανείων του, αλλά ο στοχαστής που από άμεση πείρα έχει φτάσει σε μια προσωπικήν αντίληψη και πείθεται περισσότερο, χαίρεται άμα βλέπει σοφούς και καλλιτέχνες περιωπής να συμφωνούν με τη δική του γνώμη και να τη διατυπώνουν — πριν απ' αυτόν — φωτεινά και δραστικά. «Μ' αρέσει» γράφει ο ίδιος «να χτίζω τη σκέψη μου επάνω σε στερεά θεμέλια, γι' αυτό και συχνά φαίνεται σαν απήχηση της γνώμης άλλου, ενώ καθαρότερα κοιταγμένη και διακριτικότερα δεν είναι παρά η χαρά του ανθρώπου που ελεύθερα στοχάζεται, η στιγμή που βλέπει,  και πριν και  μετά,  συντονισμένους  από  αναγνωρισμένα κοντύλια τους ίδιους του τους στοχασμούς». Ότι στις αισθητικές και κριτικές σκέψεις του ο Παλαμάς έχει πάντα υπόψη του και ζητεί ν' αποσαφηνίσει τη δική του καλλιτεχνική προσωπικότητα και το δικό του έργο, είναι βέβαιο. «Τα πεζογραφήματα τούτα» γράφει για τα Πρώτα Κριτικά «αξίζουνε, γιατί ξεσκεπάζουνε την όψη μου και συμπληρώνουν την εικόνα της... Μιλάνε, και χωρίς να το φωνάζουνε, για το δικό μου πρόσωπο και για το δικό μου έργο, και δίνουν αφορμή να κοιταχτούνε και τα δύο προσεχτικότερα». Και παρακάτω: «Δημοσιεύοντας τα πεζογραφήματα τούτα, δεν τα προσφέρω μόνο σα βοηθήματα του ιστοριογράφου της νέας μας λογοτεχνίας, μα και μαζί προσφέρομαι και ο ίδιος σαν υποκείμενο κατάλληλο για να ριχτεί κάποιο φως ως προς τον τρόπο του ξετυλιμού μιας φαντασίας προσδεχτικής σαν τη δική μου, ως προς τον τρόπο που μορφώνεται ένας φιλολογικός χαρακτήρας». Αλλά τούτο είναι αυτονόητο· έτσι γίνεται πάντα και έτσι πρέπει να γίνεται:  ο ποιητής δεν φιλοσοφεί αφηρημένα απάνω στην Τέχνη σαν τον θεωρητικό καλολόγο — αυτός της δικής του προσωπικής πείρας τα πορίσματα μάς εμπιστεύεται.

Του ψυχολόγου της Τέχνης και του αισθητικού έργο είναι να μελετήσει προσεχτικά αυτές τις πολύτιμες εκμυστηρεύσεις, και με το συσχετισμό, καθώς και με τη μεθοδική ανάλυση, να φωτίσει το βάθος της καλλιτεχνικής λειτουργίας, για να βεβαιωθεί αν πίσω από τις προσωπικές παραλλαγές μια είναι η φύση, μια και η τακτική της, για να εξακριβώσει με ποιες προσδοκίες και με ποιους τρόπους (κατά τους καιρούς και τους τόπους και κατά τις ιδιοσυγκρασίες) σχεδιάζεται και συντελείται η καλλιτεχνική εργασία. Η αισθητική θεωρία μ' ευγνωμοσύνη πάντα θα μνημονεύει τους άξιους τεχνίτες που καταδεχτικοί και καλόβολοι μάς εκμυστηρεύτηκαν τις αγωνίες και το μόχθο τους, μάς είπαν τι επιδίωξαν και τι πέτυχαν με το έργο της ζωής τους (όπως και που αστόχησαν ή σε ποιες στιγμές λιγοψύχησαν), μάς αποκάλυψαν της ψυχής τους τα κινήματα κατά τη φοβερή ώρα της δημιουργίας, και της ευγενικής δουλειάς τους τα μυστικά. Χωρίς τη βοήθεια τους η Φιλοσοφία της Τέχνης δύσκολα θα μπορούσε να ξεπεράσει το στάδιο του ανεύθυνου δογματισμού. Ένας ανάμεσα σ' αυτούς κι' ο Παλαμάς· η νεοελληνική Αισθητική έχει για τούτο χρέος να τον προσέξει και να τον τιμήσει ιδιαίτερα.

 

*

 

Το αγαπημένο του θέμα, που διαρκώς το έχει στο νου του και όπου επίμονα κάθε φορά ξαναγυρίζει στα γραπτά του είναι φυσικά ο Ποιητής : ποια είναι η βαθύτερη ουσία της Ποίησης; Από τα 1892, στον Πρόλογο των Ματιών της ψυχής μου, δοκιμάζει να δώσει τον ορισμό του Ποιητή με μιαν ευγλωττία που μαρτυρεί μαζί με το νεανικό του ενθουσιασμό και την έντονη ρομαντική του διάθεση — μια διάθεση που χαρακτηρίζει και τον άνθρωπο και το έργο του:«Νουν, καρδίαν και αισθήσεις, όλα τα θέτει εις ενέργειαν ο Ποιητής. Αλλά και νους και καρδία και αισθήσεις του Ποιητού τίποτε άλλο δεν κάμνουν παρά να του ψάλλουν τραγούδια. Ο Ποιητής ακριβώς δεν ζη μέσα σε ιδιαίτερον κόσμον· είναι πολίτης του Σύμπαντος· κάθε κόσμου την φανεράν ή κρυμμένην αρμονίαν αντιλαμβάνεται· από όλα τα άνθη πορίζεται το μέλι του. Αλλ' είτε εξεγείρει τον έρωτα της ζωής, είτε γεννά τον πόθον του θανάτου, είτε τον εμπνέει ο Θεός της ενεργείας, είτε τον τραβά η σειρήν της ονειροπολήσεως, είτε σφιχταγκαλιάζει τον άνθρωπον, είτε απομονώνεται με την μελέτην της φύσεως, είτε είναι θεοσεβής Σοφοκλής, είτε υλιστής Λουκρήτιος, είτε λατρεύει τον Πλάτωνα, είτε πιστεύει εις τον Δάρβιν, είτε πλάττει τους στίχους του ως αγάλματα, είτε τους διασκορπίζει ως μουσικούς τόνους, είτε διαμένει εις υπεργηίνους χώρας, είτε λιμενίζεται εις τα εγκόσμια, παρέχει την καλλιτεχνικήν εκείνην απόλαυσιν που πολύ διαφέρει από τας φυσικάς απολαύσεις...».