Δημαράς Κ. Θ., Κωστής Παλαμάς: η πορεία του προς την τέχνη
 
Φιλολογική μελέτη, Αθήνα 1989, Νεφέλη. Σσ. 114-122
 
 
 

ΕΠΙΜΕΤΡΟ

 

ΜΙΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑ

ΤΟΥ ΔΩΔΕΚAΛΟΓΟΥ

 

                Είδαμε στην μελέτη αυτήν στηριγμένοι επάνω στα έργα και στις ομολογίες του ποιητή, πόσο βαθιά τον συνεκλόνισε ο ρυθμός της αντίθεσης και πως λυτρώθηκε απ' αυτόν με την μαγεία της τέχνης. Εδώ θέλω μόνο να κάνουμε κάτι σαν πειραματική εφαρμογή του ερμηνευτικού συστήματος που υπέβαλα, και να το δοκιμάσουμε επάνω στο πιο αντιπροσωπευτικό έργο του Κωστή Παλαμά, επάνω στον Δωδεκάλογο του Γύφτου. Ο προσεκτικός αναγνώστης θα παρατήρησε, ίσως, ότι ξεδιαλέγοντας τα απαραίτητα στοιχεία για την ερμηνεία μου, απέφυγα, όσο μου ήταν μπορετό, να χρησιμοποιήσω παραδείγματα από τον Δωδεκάλογο· κι ο λόγος ήταν που νόμισα σκόπιμο, παράλληλα με την ανάλυση, να επιφυλάξω για μιαν ανασύνθεση το έργο τούτο, που μας παρέχει πρόσφορο έδαφος, αφού κάθε τόσο η κριτική, πάντοτε ανικανοποίητη από τις προηγούμενες προσπάθειες, επανέρχεται σ' αυτό για να το ξαναμελετήσει.

                Δεν έχω εδώ λόγο να αναλύσω τις ερμηνευτικές δοκιμές που προηγήθηκαν. Αρκούμαι λοιπόν να θυμίσω ότι στην προσπάθεια να βρεθεί το βαθύτερο νόημα του έργου, να εξηγηθεί το ποίημα και, μαζί μ' αυτό, το σύμβολο του Γύφτου καθένας από τους κριτικούς μας έδωσε και από μια δική του λύση. Είπαν μεταξύ άλλων  ότι ο Γύφτος συμβολίζει τον Έλληνα, τον άνθρωπο, τον ποιητή, την ελεύθερη σκέψη την επανάσταση· και είναι φανερό ότι η καθεμιά απ' όλες τις ερμηνείες εξηγεί, ίσως, ένια φαινόμενα, αλλά αφήνει πάντως έξω μία πλευρά του έργου, είτε περισσότερες. Άλλωστε οι κριτικοί δεν παραλείπουν να υποδείξουν τα κενά αυτά στις ερμηνείες των άλλων, πριν προχωρήσουν στην δική τους· και όσο κι αν το ζήτημα τούτο είναι άσχετο με το θέμα της μελέτης μας, όμως νομίζω απαραίτητο να τονίσω πόσο μια τέτοια αντίληψη της ποίησης μου φαίνεται σφαλερή και αναχρονιστική: ο λυρικός λόγος υπακούει πάντα στον νόμο του πολλαπλού συμβολισμού. Το σύμβολο, στην ενότητά του, καλύπτει πάντοτε, ταυτόχρονα, πολλά στρώματα της έμπνευσης, πολλές στιγμές της ποιητικής δημιουργίας, πολλές διαφορετικές διαθέσεις του ποιητή.

                Ένας στενός ορθολογισμός, ξένος προς την ουσία της ποίησης, βρίσκεται στην βάση όλων αυτών των αναιρέσεων: φανερό είναι ότι αν έκλεισε ο ποιητής ακέριο τον στοχασμό του μέσα στο έργο του, τότε ο Γύφτος θα πρέπει να συμβολίζει όλα όσα του απέδωσαν ως σήμερα, και ακόμη πολλά άλλα, δίπλα σ' αυτά. Και είναι ξεχωριστά ενδεικτικό ότι ο ίδιος ο ποιητής δεν φαίνεται να αντιμετώπιζε έτσι μονόπλευρα το πρόβλημα, ούτε να απέρριπτε τις διάφορες ερμηνείες του Γύφτου, και ούτε να έδειχνε πολύ σαφείς προτιμήσεις προς την μία ή

προς την άλλη. Τεκμήριο για την γνώμη που εισάγω, έχω τούτο: που ενώ στην δεύτερη έκδοση του Δωδεκάλογου ξανατύπωσε σε επίμετρο την κριτική του Π. Βλαστού, όπου υποστηρίζεται πώς ο Γύφτος συμβολίζει το γένος μας, στην τρίτη έκδοση παραθέτει δίπλα στου Βλαστού, και του Κ. Τσάτσου άλλο κριτικό δοκίμιο, όπου το σύμβολο του Γύφτου παίρνει άλλο, πολύ πλατύτερο περιεχόμενο. «Εγώ δεν είμαι [...] φανατικός και αποκλειστικός, είδαμε πως έγραψε κάποτε ο ποιητής αλλά στην περίπτωση αυτήν θα είχαμε άδικο να θεωρήσουμε πως μοναχά μια αδυναμία εκλογής η ένας εκλεκτισμός τον έφερε να παρατάξει με τέτοιο τρόπο τις δυο γνώμες: πολύ ουσιαστικότερα, ο ποιητής απέδειξε εδώ, καθώς νομίζω, ότι και η μία και η άλλη από τις κριτικές ανταποκρίνονται σε δύο στάδια της δημιουργίας –και συνεπώς σε δύο στάδια της ερμηνείας- του έργου.

                Όμως, και οι δύο αυτές ερμηνείες και όσες άλλες θα μπορούσε να είχε παρατάξει πίσω από το έργο του ο Παλαμάς, έχουν τούτο το κοινό γνώρισμα: ότι αποβλέπουν να εξάρουν και να επιδείξουν τις λογικές εμπνεύσεις του Δωδεκάλογου· ενώ το σπουδαίο θα ήταν πίσω από τον μύθο και πριν από τον λόγο να αποκαλυφθούν οι αφετηρίες που ανεξάρτητα από κάθε θέληση, από κάθε συνείδηση, από κάθε διδακτική διάθεση, καθόρισαν την τελειωμένη μορφή του έργου. Να ξαναβρούμε, δηλαδή, το δράμα του ποιητή όπως το γνωρίσαμε, στην βάση και του ολοκληρωμένου τούτου έργου. Κατά τούτο η ερμηνεία που επιδιώκουμε να βρούμε είναι ασύμμετρη με τις άλλες, δεν τέμνεται μαζί τους, όπως κάνουν οι άλλες όλες μεταξύ τους, και, φυσικά, ούτε τις αναιρεί ούτε τείνει στην αναίρεσή τους. Το δικαίωμα σε μια τέτοια προσπάθεια μας το δίνει και πάλι ο ίδιος ο ποιητής πρώτα- πρώτα, λέγοντας πως εξέφρασε τον εαυτό του μέσα από τον Γύφτο: γιατί σταμάτησα στο γύφτο θα πη πως είμαι κ' ένας γύφτος· η ψυχή μου είναι και τέτοια». Και βέβαια αν του κάθε έργου ο ήρωας εκφράζει τον δημιουργό του, αν ο Φλωμπέρ μπορούσε να λέει η κυρία Μποβαρύ είμαι εγώ», πολύ περισσότερο ταιριάζει να έχουμε την γνώμη αυτήν προκειμένου για ένα έργο λυρικό, που έχει ουσία του την προσωπική εξομολόγηση· ώστε κι αν έλειπε η προλογική δήλωση του ποιητή, θα έπρεπε να μας αρκέσει η ίδια η φύση του έργου για να τον γυρεύσουμε σε κείνο.  ΄Αν όμως επιχειρήσουμε την ανάλυση του Δωδεκάλογου, θα ιδούμε πως εκείνο που προτάξαμε σαν υπόθεση βγαίνει φανερά και από τα πράγματα τα ίδια: μέσα στον Δωδεκάλογο μιλεί η ίδια η ψυχή του ποιητή, αφηγείται τα πάθη της και περιγράφει τη λύτρωσή της.

               Ο πρώτος λόγος του Δωδεκάλογου έχει χαρακτήρα καθαρά εισαγωγικό· είναι το παρουσίασμα του ήρωα, πολλαπλού και ενιαίου μαζί, και δίπλα σ' αυτό μια αμυδρή χρονική τοποθέτηση, γύρω στα χρόνια της Άλωσης, και μια πολύ σαφέστερη χωρική τοποθέτηση της

σκηνής στη Θράκη, που είναι κατά τα λόγια του ποιητή, πηγή λαών και χρόνων. Από τον δεύτερο λόγο μπαίνουμε φανερά στην θέση του δράματος: ο ήρωας περνάει μια σειρά δοκιμασίες που τ' όνομά τους μας το δίνουν οι τίτλοι των λόγων· κάθε δοκιμασία θα είναι και μια καινούρια απογοήτευση για τον Γύφτο. «Δουλευτής», θα σταθεί ανήμπορος να υποτάξει το εγώ του στις απαιτήσεις της κοινωνίας και θα φανεί ανίκανος για την κοινωνική ζωή:

 

Και όταν ήρθαν και με σκόλασαν

με τους οικοδόμους οικοδόμο,

και όταν μου είπαν: «Γύφτε, τράβα δρόμο!»

Κι όταν τράβηξα ασυντρόφιαστος

το δικό μου δρόμο πάλι,

γνώρισα μια θλίψη μέσα μου,

θλίψη ασώπαστη μεγάλη!

 

                Παρόμοια απογοήτευση θα του δώσει η αγάπη, που την είχε πιστέψει σαν λύτρωση ιδανική· μόνο την απόλαυση βρήκε εκεί που περίμενε να βρει μια μυστική χαρά:

 

Στα μεστά στα νικηφόρα

στήθια σου ηύρα μοναχά

της γυναίκας την απάτη

και της σάρκας τη σκλαβιά.

 

                Ο τίτλος του τέταρτου λόγου καθώς κι ο τίτλος του πέμπτου, δεν αφήνουν κανένα δισταγμό για την αύξουσα απογοήτευση του Γύφτου και την αύξουσα επαναστατικότητά του: είναι «ο θάνατος των θεών» και ο θάνατος των αρχαίων. Όπως στην δουλειά, όπως στην αγάπη, έτσι και μπροστά στους θεούς και μπροστά στους αρχαίους, ο ήρωας παρουσιάζεται αντιθετικά. Εδώ δεν πρέπει να εξαφνισθούμε αν η αντίθεση είναι άμεση και δεν βγαίνει από μια προηγούμενη προσπάθεια συνδιαλλαγής: τα αιώνια τούτα σύμβολα έχουν φανερωθεί σαν θέση από πριν· και ο άνθρωπος, από την ώρα οπού θα σταθεί μπροστά τους, κληρονομεί το χρέος της υποταγής σ' αυτά ή  βρίσκει μέσα του την δύναμη της ανατροπής τους.  Ο Γύφτος, σαν είδωλα βλέπει τους θεούς και σαν λείψανα τους αρχαίους:

 

Ξένος έμεινα κι ασκλάβωτος

από σέβας, δέηση, τάμα·

είμ' εγώ των άθεων ο προφήτης...

 

Οι θεοί πρέπει να πέσουν· αλλά αντίστοιχα βαριά είναι και των αρχαίων  η καταδίκη:

 

                Όρνια γίνανε μπαλσαμωμένα,

λείψανα λυπητερά.

 

                Ο έκτος λόγος, «Γύρω σε μια φωτιά, ξαναπαίρνει το ίδιο μοτίβο: μπροστά στην προσπάθεια των εθνικών να ξαναζωντανεύσουν την αρχαία θρησκεία, και των Χριστιανών να περισώσουν την παράδοσή τους την όποιας λογής, σώζοντας την πίστη τους, ο Γύφτος, γκρεμιστής άλλη μια φορά, προβαίνει να κηρύξει το δικό του το «πιστεύω»:

 

Μήτε η Σπάρτη, μήτ' η Αθηνά, μήτε η Πόλη!

την Αθήνα την αφιόνισε μια Εβραία

μέσ' απ' το Γεσθημανί·

- Πού είν' η Σπάρτη; δεν την ξέρω. Ξέρω

το Μυστρά. Κ' η Πόλη η κοσμοξάκουστη

τώρα τούρκισσα κι αυτή.

……………………………………

Πολεμάτε. Θα περάσετε γοργά,

ζωντανόνεκροι, πολύθεοι, χριστιανοί,

των ειδώλων ω προσκυνητάδες,

από σπάρτα ευωδιαστές κι απ' αγριοθύμαρα

θα φυσήξουν οι βουνίσιες οι πνοές,

και θα σβύσουν οι ευκολόσβυστες λαμπάδες.

 

                Με τον έβδομο λόγο πραγματοποιείται ο θάνατος των πατρίδων· αφού διαδοχικά είδαμε να πέφτουν όλα τα σύμβολα που δένουν τον άνθρωπο και μαζί τον υποβαστάζουν, η δουλειά, η αγάπη, η θρησκεία, η μελέτη, τώρα έρχεται κ' η σειρά της πατρίδας: τον Γύφτο κανένας τόπος δεν τον χωρεί, καμιά πατρίδα δεν έχει αρκετές χάρες για να τον κρατήσει:

 

         Είμαστ' εμείς οι απάτριδοι κ' οι αγιάτρευτοι

         ………………………………………………….         

         κ' οι Πολιτείες λημέρια των ακάθαρτων,

         κ' οι Πολιτείες ταμπούρια των κιοτήδων·

          …………………………………………….

         η μάντρα είν' ο αφίλιωτος οχτρός μας.

 

                Ο «Προφητικός», που από μερικούς εθεωρήθηκε σαν εμβόλιμος λόγος, μόνο και μόνο γιατί είναι στενά συνυφασμένος με του γένους μας την ιστορία, και γιατί ο Γύφτος δεν παρουσιάζεται σ' αυτόν, αντίθετα, από την άποψη που μελετούμε εδώ, την ψυχαναλυτική, βρίσκεται στο επίκεντρο του έργου· ως κι ο τίτλος του αναγγέλλει μέσα σε μια φρικίαση κάτι που ακόμη δεν είναι φανερό στα μάτια μας, μα που άφευκτα μαθαίνουμε πως θά ‘ρθει· ο λόγος του προφήτη με όλη του την βιβλική μεγαλοπρέπεια φανερώνει το τελευταίο κατέβασμα στους κύκλους της απογοήτευσης, αλλά ενέχει μέσα του και μια υπόσχεση για λύτρωση. Από πουθενά δεν βλέπουμε φως: ο ήρωας που έχασε τα πάντα, πρέπει τώρα να χάσει και την ελπίδα· η ψυχή πουθενά δεν θα μπορέσει να βρει την γαλήνη:

 

Και θα φύγης κι απ' το σάπιο το κορμί,

ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα,

και δε θάβρη το κορμί μια σπιθαμή

μέσ' στη γη για να την κάμη μνήμα...

 

Μα στο τέλος του λόγου, που είναι και της απελπισίας το τελευταίο Σκαλί, μέσα στο απόλυτο σκοτάδι που μονάχο βλέπει εμπρός του ο προφήτης, κάποιο φως αρχίζει να χαράζει:

 

Όσο να σε λυπηθή

της αγάπης ο Θεός,

και να ξημερώση μιαν αυγή,

και να σε καλέση ο λυτρωμός,

ω Ψυχή παραδαρμένη από το κρίμα!

 

                Την μορφή που θα πάρει ο λυτρωμός μας δίνει ο επόμενος λόγος που επιγράφεται  «Το βιολί». Το βιολί, σύμβολο της τέχνης, είναι το μέσο που θα επιτρέψει στον Γύφτο να σταθεί ξανά μέσα στην κοινωνία, να υψώσει ξανά τις δυνάμεις τις οποίες εγκρέμισε κάποτε με τα ίδια του τα χέρια.  Η θέση του κομματιού αυτού στην μέση ακριβώς της ψυχολογικής και της λογικής διάρθρωσης του έργου, φανερώνει την σημασία του: πριν, όπου περάσει, όπου γυρίσει, ο Γύφτος, σπέρνει την άρνηση και την καταστροφή τα τελευταία λόγια του προηγούμενου λόγου προφητεύουν την ανάσταση, για να ακολουθήσει αμέσως το βιολί, της ανάστασης το όργανο:

 

Χτύπα, δοξάρι μου, και χτίζε,

ο κόσμος γίνεται από μένα

μέσα στα χέρια μου τα δυο.

 

                Από  «Το βιολί» και πέρα, έχουμε ένα αδιάκοπο ανέβασμα προς την δημιουργία, αρμονικό με το κατέβασμα των Λόγων που προηγήθηκαν. Ενδεικτική, άλλωστε, της σταυρικής, μυστικής σημασίας που έχει το βιολί μέσα στον Δωδεκάλογο, είναι και η προέλευσή του από τον ασκητή, τον άνθρωπο τον τέλεια λυτρωμένο, τον απογυμνωμένο από καθετί ανθρώπινο: από κείνον έπρεπε να ξεκινήσει η πλάση του καινούριου κόσμου. Και πραγματικά από τον επόμενο λόγο, τον «Αναστάσιμο, βλέπουμε την τέχνη, του ασκητή κληρονομιά, να ξαναζωντανεύει, με την δική της και μόνη δύναμη, ό,τι είχαν ρίξει τα χέρια του Γύφτου αρνητή, την αγάπη, την πατρίδα, τους θεούς.  Η θέση εδώ συζήτηση καμιά δεν παίρνει, γιατί η άποψη του ποιητή είναι κατηγορηματικά και φανερά διατυπωμένη:

 

                Τους αθάνατους που πέθαναν,

                και τους είχα θάψει εγώ,

                τους αθάνατους που πέθαναν

                πας για να τους αναστήσης,

                της ανάστασης εσύ

Μουσική!

……………………………….

                Περιβόλια, ανοίχτε στην Αγάπη,

                και βροντήστε κάστρα, να η πατρίδα!

                Στυλωθήτε, των Θεών βωμοί!

                Και ταθάνατα είν' αυτά και οι κοσμοπλάστες,

                κοσμοπλάστρα Μουσική!

 

 Η πατρίδα που την είχε απαρνηθεί η μαχητική ψυχή του Γύφτου γίνεται ιδέα της πατρίδας. Οι θεοί θρονιάζονται κι αυτοί.

 

…στην υπέρτατη κορφή,

στην Ιδέα.

 

Και η αγάπη γίνεται και κείνη ιδανική.  Ο Γύφτος παύει να είναι κύριο πρόσωπο· η τέχνη, που αυτόνομη ζει, πήρε τον δικό της δρόμο, της δημιουργίας.

                «Το Παραμύθι του Αδάκρυτου», ένας μύθος μέσα στον μύθο, μας φέρνει προς την λύση του έργου, συμπληρώνοντας τον «Αναστάσιμο»: ύστερα από το γκρέμισμα και την ανάσταση, έχουμε την δημιουργία. Κ' έτσι φθάνουμε ξανά, κλείνοντας τον κύκλο, στον τελευταίο λόγο, τον «Κόσμο», που, όχι από καμιά τύχη, αλλά από ανάγκη, μας φέρνει και πάλι στην Θράκη, την Θράκη πια την ορφική:

 

Μέσ' στη θύμησή μας ξύπνησες

το δικό μας βασιλέα,

των πιο θείων θεών τον πλάστη

και των ήχων· τον  Ορφα,

Με την όψη, με τανάστημα,

με το νου, με το βιολί,

να η Θρακιώτισσα των όλων

ζωντανεύτρα μουσική!

 

                Το τέρμα της ανθρώπινης προσπάθειας, που είναι η κυριαρχία επάνω στον κόσμο, η κατοχή των μυστικών του, το δίνει στον Γύφτο το βιολί, η μουσική, η τέχνη. Πρέπει η θέληση του κριτικού να είναι ολότελα προσηλωμένη προς κάποιες προκατεστημένες ερμηνείες για να μπορέσει να τον εμποδίσει να ιδεί το απλούστατο τούτο ψυχολογικό διάγραμμα του έργου, την καθαρή δομή του.

                Και το πιο παράδοξο είναι ότι οι υποδείξεις, όσες κάνει ο ίδιος ο ποιητής, είτε με την συνηθισμένη τάση του προς την ενδοσκόπηση, είτε κι από αυτόματη ορμή προς την εξωτερίκευση του μυστικού εσωτερικού του κόσμου, δεν είναι μόνο όσες ξεχώρισα μέσα από το ποίημά του για να τις παραθέσω εδώ: Θράκη, βιολί, ιδέα κ.τ.λ., αλλά υπάρχουν και μέσα στον πρόλογο και στο ίδιο το ξώφυλλο του έργου: έδωσα στο κείμενο της μελέτης μας μερικές σχετικές ενδείξεις, κ επιφυλάχθηκα να μιλήσω πλατύτερα, για το μύτο του βιβλίου: «μουσικήν ποίει». Νομίζω αληθινά ότι και μόνο τα λόγια αυτά, τα σωκρατικά, επιβάλλουν να θεωρήσουμε ότι ολόκληρο το βιβλίο είναι η ιστορία της ψυχής που λυτρώνεται με την τέχνη: η συμβουλή, δοσμένη έτσι από την αρχή, δεν είναι τίποτ' άλλο από το δίδαγμα του μύθου, «Μουσικήν ποίει»· κι ακόμη στον πρόλογο ξαναπαίρνει το πλατωνικό χωρίο ο Παλαμάς για να τονίσει εκεί πιο καθαρά τη θέλησή του: «τον ποιητήν δέοι, είπερ μέλλοι ποιητής είναι, ποιείν μύθους, αλλ΄ου λόγους». Κι ο ποιητής όχι με λόγους, καθώς προσπάθησε να τον ερμηνεύσει ως τώρα η κριτική, αποκάλυψε την αλήθεια του, αλλά, πλατωνίζοντας και σε τούτο, για να την αποκαλύψει καλύτερα, την εκάλυψε κάτω από τον μύθο. Κι αν έδεσε τον μύθο αυτόν γύρω στο πρόσωπο του Γύφτου, πριν από κάθε άλλη αιτία ψυχολογική ή λογική που θα μπορούσαμε να ζητήσουμε και να βρούμε για να τον εξηγήσουμε, πρέπει να μην ξεχνούμε πως ο γύφτος είναι σύμβολο παντοτινό της ελεύθερης κι αδέσμευτης και υπερλογικής τέχνης, της μουσικής. Με την μουσική ξαναέκτισε ο Γύφτος τον κόσμο τον οποίο είχε γκρεμίσει, και τον ύψωσε ψηλότερο κι από πριν· στο στόμα του ταιριάζουν οι γνωστοί μας στίχοι του Παλαμά:

 

Τον Παρθενώνα αν γκρέμισα με χέρια

κάποτε ανταρτικά πελεκοφόρα,

σαν πρώτα τον ξανάστησα συντρίμμι,

στα αιώνια μέσα, στάχρονα, στακέρια.

 

                Φυσικά και η ερμηνεία αυτή όσο κι αν στέκεται σ' ένα επίπεδο ψυχολογικό κι αγγίζει την ουσία της εύρεσης του ποιητή, όμως και πάλι, και στο είδος της δεν πρέπει να λογισθεί αποκλειστική: παράλληλα με αυτήν, σε άλλα στρώματα που δεν είναι ακόμη λογικά και ορθολογισμένα, αν ήθελε κανείς να αρτιώσει κάπως τον συμβολισμό του έργου, θα είχε και πολλές άλλες ερμηνείες να προσθέσει να δείξει τις μεταγενέστερες επιδράσεις που ήρθαν να ενισχύσουν στον Παλαμά τον αρχικό του διχασμό, επιδράσεις κοινωνικές η βιβλιακές και άλλες· να δείξει ακόμη, μέσα από το έργο του, μέσα από τις δικές του ερμηνευτικές προσπάθειες και μέσα από τα ιστορικά του τόπου του, την θέση που, επήρε η γυφτουριά στην συνείδησή του. Αλλά και πάλι με όλα αυτά δεν θα αρτίωνε η κριτική τον κύκλο των προϋποθέσεων του έργου: με κανέναν τρόπο δεν επιτρέπουν οι σημερινές μας γνώσεις, αναφορικά με την ψυχολογία της δημιουργίας, να διαγράψουμε εκ των προτέρων τον δρόμο που θα ακολουθήσει η έμπνευση του ποιητή, όσες κι αν είναι οι προϋποθέσεις που κατέχουμε. Ικανοποιημένος πρέπει να είναι ο κριτικός όταν μπορεί, εκ των υστέρων τουλάχιστον, να κατασκευάσει έναν κόσμο όπου το έργο να φαίνεται αιτιακά συνδεδεμένο με τον δημιουργό του. Τούτο μόνο προσπάθησα να κάνω εδώ, και αποκλειστικά με τον σκοπό να επικυρώσω τα πορίσματα της γενικής μου έρευνας επάνω στην παλαμική ψυχολογία και αισθητική.