Σεφεριάδου Ανθούλα, Συμβολισμός και ποίηση για τον Λάμπρο Πορφύρα
 
Θεσσαλονίκη 1989, Κώδικας. Σσ. 39-48
 
 
 

Το έργο της Ποίησης

 

1.             Ο Λάμπρος Πορφύρας είναι λυρικός ποιητής με περιορισμένο ποιητικό έργο, που συνοψίζεται στην ποιητική συλλογή Σκιές, δημοσιευμένη στα 1920. Ύστερα από το θάνατο του, στα 1934, ακολουθεί δεύτερη συλλογή Μουσικές Φωνές, που είναι, ουσιαστικά, προέκταση των Σκιών, γιατί δεν παρουσιάζει εξέλιξη στο έργο του δημιουργού.

                Αναντίρρητα είναι ένας ποιητής «ελάσσων», που υπηρέτησε τις απαιτήσεις της «νηπιακής» λογοτεχνίας του καιρού του, καλλιεργώντας μια ποίηση φτωχή σε ιδέες και προβληματισμούς, πλούσια όμως σε εικόνες, περιγραφές, αλληγορίες και κυρίως σε συναισθήματα. Ξεκίνησε ακολουθώντας τις επιταγές της Νέας Αθηναϊκής Σχολής, που χτύπησε το νοσηρό ρομαντισμό και την καθαρεύουσα, χρησιμοποιώντας ως γλωσσικό όργανο τη δημοτική γλώσσα, σε μια ποίηση περιγραφική, φυσιολατρική, που ήρθε κοντά στο λαό και στις παραδόσεις του. Ωστόσο η κίνηση αυτή ήταν μια επανάσταση και στην επιτυχία της συνέβαλε σημαντικά η συντροφιά της Τέχνης, που από τα ιδρυτικά της μέλη ήταν και ο Λ. Πορφύρας.

Η ποιητική του Λ. Πορφύρα ανιχνεύεται κυρίως μέσα από το έργο του, αλλά και από κάποιες αξιολογικές κρίσεις για τη λογοτεχνία μας. Καταχωρίζουμε μερικές. Σε γράμμα του στο Χατζόπουλο γράφει: «Στον τελευταίο Νουμά διάβασα ξανά το ποίημα σου εξακολουθεί να μ' αρέσει. Τ ' αγαπώ για τον καινούριο τρόπο, τον αντιρρητορικό που μιλεί για την ιδέα. Εδώ ως σήμερα μόνο μ' εκείνο τον τρόπο, το ρητορικό, τον αντιποιητικό μίλησαν για τις ιδέες, καθώς λένε.

                Με αφορμή το θάνατο του Moreas και τη μίζερη στάση του Παλαμά για το έργο του νεκρού, γράφει στον ίδιο φίλο  Εδώ κανένας δε μίλησε όπως τ' άξιζε. Ο Παλαμάς ακόμα λιγότερο... Πάντα ο ίδιος, καθώς τον περιγράφεις στη γερή κριτική σου. Στραβομουτσουνιάζει μπροστά σε κάτι δροσερά, τέλεια, απλά ελληνικά τραγούδια, και ξεχύνεται σ' ενθουσιασμούς κωμικούς μπροστά σε θολά και βάρβαρα φιλοσοφικά (ο θεός να τα κάνει) αναμασήματα. Βρίσκει ρηχό το ρυάκι των Stances και ποταμούς από ποίηση στο Σκίπη.... Και πάλι σε γράμμα του στον ίδιο αποστολέα: Τη Φλογέρα του βασιλιά τη διάβασα όλη, μα όξω από κομμάτια, εδώ κι εκεί, τι να σου πω, μ' αφήνει ασυγκίνητο πέρα για πέρα. Ίσως φταίει η αντίληψη που έχω για την ζωή και την τέχνη. Το λένε τραγούδι της φυλής. Μα εγώ αυτό το τραγούδι.κάπως αλλιώς το ακούω.  Από τον Όμηρο ως το τελευταίο κομματιασμένο μάρμαρο του Κεραμεικού, από τους Θόλους του ερμοκλησιού ως το δημοτικό μας τραγούδι, παντού, όπου το είδα και τ' άκουσα, ήταν αρμονικό, απλό, δροσερό, μετρημένο. Σχολαστικό δεν ήταν πουθενά. Ούτε και θαρρώ καμιάς φυλής το τραγούδι μπορεί να 'ναι έτσι. Τ' ανθρώπινο τραγούδι παντού το ίδιο στο βάθος του.

                Η κριτική της εποχής του, κυρίως θετική -η αρνητική είναι περιορισμένη- δε φειδωλεύτηκε τους χαρακτηρισμούς όπως : νεορομαντικός, λυρικός,  ελεγειακός,  συμβολιστής, φυσιολάτρης, μουσικότατος ποιητής. Ακόμη χαρακτηρισμοί όπως νέον αστρίδιον από το Μητσάκη, Jeune maitre από τον Παλαμά ακούστηκαν από τις πρώτες του κιόλας εμφανίσεις. Ο Καμπύσης τον προτιμά από τον Παλαμά, ο Χατζόπουλος τον αντιπαραθέτει στο ρητορισμό και τη σκοτεινότητα του ποιητή του Δωδεκάλογου του Γύφτου.

                Από τη μελέτη του έργου του διαπιστώνουμε ότι οι χαρακτηρισμοί αυτοί δεν αστοχούν. Ρομαντικά στοιχεία ανιχνεύονται με ευκολία στο έργο του, καθώς ο ρομαντισμός, στις αρχές του αιώνα μας, παρουσιάζει κάποια αναβίωση θετική και μερικές ακρότητές του, όπως η υπερτροφία του συναισθήματος και της φαντασίας, παραμερίστηκαν. Επιβιώνουν όμως από τα στοιχεία του η ελευθερία στη δημιουργική φαντασία, στο ατομικό συναίσθημα, η υποκειμενική αντίληψη της φύσης, Που η επίδρασή της στο δημιουργό είναι ανάλογη με τις ψυχικές διαθέσεις του. Συγκεκριμένα η ποίηση του Πορφύρα κυριαρχείται από ποικίλα συναισθήματα καημοί, ρεμβασμοί, νοσταλγίες, απογοητεύσεις, αναμνήσεις κυρίως θλιβερές,

αποτελούν την ουσία της ποίησης του. Ο Κλ. Μιμίκος τον θεωρεί ως τον τελευταίο εκπρόσωπο του ελληνικού ρομαντισμού και μάλιστα τον καλύτερο, γιατί συχνά καλύπτει την αριστοτεχνική μορφή των στίχων του με τη χάρη του συμβολισμού.

                Η ποίηση του είναι ακόμη και γνήσια λυρική, γιατί τραγουδά τα ανθρώπινα αισθήματα: την αγωνία, τη Θλίψη και την απογοήτευση για τη φθορά που προκαλεί ο χρόνος, την αγάπη στον άνθρωπο και τη φύση. Όλα αυτά όμως τα τραγουδά σύμφωνα με τη δική του αισθαντικότητα, με τη δική του εσωτερική φωνή, και οι αναγνώστες του βρήκαν στα ποιήματα του τον εκφραστή των προσωπικών τους ανησυχιών, γιατί στάθηκε απλός, ανεπιτήδευτος, ειλικρινής.

                Παρόλο που τα επιμέρους στοιχεία δεν απομονώνονται, αλλά συνυπάρχουν αρμονικότατα, ο Λ. Πορφύρας είναι αναμφίβολα και καθαρά ελεγειακός ποιητής. Η ποίηση του είναι ένας μονόλογος σε χαμηλό εξομολογητικό τόνο, το περιεχόμενο της είναι ένα ατέλειωτο, σιγανό, καρτερικό παράπονο, με ελάχιστες ειδυλλιακές νότες. Ο Κλ. Παράσχος υποστηρίζει ότι, όσο σε λίγους ποιητές, ο τόνος της ποίησης του είναι καθαρά ελεγειακός, γιατί νιώθει κανείς να διακατέχει το δημιουργό μια αόριστη, διάχυτη και ακαθόριστη μελαγχολία. Τραγούδησε αβίαστα αυτό που ξεχείλιζε από μέσα του γι' αυτό το έργο του ταυτίζεται απόλυτα με την ψυχολογική του υφή.  Συνήθως τα ποιήματα του είναι παραλλαγές γύρω από τα ίδια θέματα και τραγουδώντας την προσωπική του μελαγχολική διάθεση επαναλαμβάνεται.

2.             Η αφηγηματικότητα και η περιγραφικότητα του έχει ως θέμα την αγάπη και την περιγραφή της φύσης. Αλλά η φυσιολατρία του αυτή, που κατέχει κυρίαρχη θέση στην ποιητική του δημιουργία, χρωματίζεται ανάλογα με τις ψυχικές διαθέσεις της στιγμής. Καθώς μάλιστα η μόνιμη διάθεση του ποιητή είναι η μελαγχολία, επιλέγει εικόνες-φάσεις της φύσης που συνταιριάζονται με το υποτονικό ψυχικό του κλίμα, χωρίς να φτάνει στις υπερβολές των παλιών ρομαντικών που, όπως είπαν οι αντίποδες νους, αποτέλεσαν τη σχολή των ολοφυρομένων.

                Καθώς ο ποιητής έζησε αποτραβηγμένος από τη ζωή και τις δραστηριότητες της, κλεισμένος στον εαυτό του, έμεινε έξω από τους έντονους περισπασμούς της βιοπάλης. Γι' αυτό αγκάλιασε με αγάπη τη φύση, συμφιλιώθηκε με τα στοιχεία της και την τραγούδησε με διάθεση πανθεϊστική. Έτσι η θάλασσα, που κατέχει κυρίαρχη θέση στην ποίηση του, η βροχή, τα δέντρα, τα φύλλα, το δάσος, τα λουλούδια είναι ζωντανά πλάσματα, που επικοινωνεί μαζί τους στη μοναξιά του, συνομιλεί και τους εμπιστεύεται τις σκέψεις και τα συναισθήματα του. Η επικοινωνία του με τη φύση είναι πιο δυνατή απ ' ο,τι με τους ανθρώπους και επειδή επικοινωνεί με ειλικρίνεια και πραγματικά, γι ' αυτό την εικονίζει με αμεσότητα. Σε γράμμα του στο Χατζόπουλο εξομολογείται αυτή τη ζωογόνα επικοινωνία με τη φύση: έχω τραβηχτεί ολότελα στον εαυτό μου.

  Προτιμώ τ' ακρογιάλια να περπατώ, να φουσκώνω, να μιλώ με τη θάλασσα κι εκείνη να πνίγει τη φωνή μου και να μου την ξαναλέει με τις αρμονίες της τονισμένη. Εδώ στη Φρεττύδα κατοικούν οι θεοί μου. Περπατώ σα νυχτοπαρωρίτης, ολομόναχος, κι αφήνω τη σκέψη μου να ταξιδεύει μέσα στα πλάτια και στα μάκρια, να πλέει σα γλάρος μέσα στ' όνειρο της ελληνικής ομορφιάς, που ξεχύνεται σαν καταρράχτης μέσα στην ολοφέγγαρη φωτοχυσία, από κάθε γωνιά της γης.

                Το χαρακτηρισμό του φυσιολάτρη ποιητή του αποδίδει ο Ρ. Γκόλφης, γιατί διαπιστώνει ότι ο Πορφύρας χαίρεται ολόκληρη την πλάση, και τα συναισθήματα του αντιζυγιάζονται στις εικόνες του έξω κόσμου. Πιστεύει ότι, επειδή στην προσωπική του ζωή γεύτηκε πολλές απογοητεύσεις, αποζητά την ανακούφιση στη φύση. Την άποψη του αυτή τη στηρίζει σε κάποια ποιήματα του, Το χαρούμενο πάρκο, Το ταξίδι κ.ά.

                Όπως αναφέραμε, οι Μουσικές Φωνές δεν καινοτομούν σε σύγκριση με τις Σκιές. Και εδώ κυριαρχεί το φυσικό στοιχείο, αλλά όπως υποστηρίζει ο Κλ. Παράσχος ο η φύση δεν είναι πια ένα υλικό σύμβολο, που με τις εναλλαγές της, ο ποιητής εκφράζει και ταυτίζει τις διαθέσεις του, και τις σχηματοποιεί. Είναι μια μεγάλη δύναμη, ξέχωρη από το άτομο του, που τον παρασέρνει με ακατανίκητη έλξη, για να βρει λίγη ανακούφιση, να ταυτιστεί με τα στοιχεία της: τη Θάλασσα, τον αέρα, τη βροχή.

                Πέρασε από τη ζωή και την τέχνη με το δικό του τρόπο κλεισμένος στον εαυτό του, αμέτοχος, όσο ο καιρός περνούσε, στα προβλήματα της ζωής και στις κοινωνικές αντιθέσεις. Απορροφημένος από τη ρέμβη του, αφουγκραζόταν το κλάμα της ψυχής του, που το έκανε τραγούδι μονότονο, διακριτικό, αλλά όχι πάντα εξαιρετικής ποιότητας.

                Η ποίηση του Λ. Πορφύρα και στην εποχή του δεν ανταποκρινόταν στις πολλαπλές και ετερόκλητες απαιτήσεις του αναγνώστη, υποστηρίζει ο Κλ. Μιμίκος, γιατί δεν έβρισκε σ' αυτό τη δημιουργική ανησυχία και την πρωτοτυπία. Η καρδιά του ποιητή δε δονείται από τα μεγάλα, τα έντονα κοσμογονικά πάθη. Και αν αυτά κάπου διαφαίνονται, είναι άτονα, χλιαρά, χωρίς να συγκινούν πραγματικά.

                Οι πιο πολλοί σύγχρονοι του κριτικοί αποδίδουν τη στάση του αυτή στην αυτογνωσία του, που τον υποχρέωνε, αναμετρώντας τις δυνάμεις του, να τολμά τόσα, όσα μπορούσε να φτάσει. Υπάκουσε στις υπαγορεύσεις της ψυχής του. Από υπέρτατη και αξιομίμητη ειλικρίνεια, υποστηρίζει ο Σπ. Μελάς,  περιχαρακώθηκε εκεί που τον καθήλωνε η συναίσθηση της αδυναμίας του, στο συναίσθημα. Και τις ποικίλες ακόμη επιδράσεις που δέχτηκε τις αξιοποίησε έτσι ώστε να μορφοποιήσει ο,τι φώλιαζε μέσα του. Αυτή ακριβώς η συνειδητοποίηση καθόρισε τη βιοθεωρία του και του χάριζε γαλήνη.

                Μια τέτοια στάση ζωής, που οφείλεται μάλλον στηn ιδιοσυγκρασία του, τον κράτα μακριά από τις ανανεωτικές προσπάθειες πολλών συγχρόνων του δημιουργών. Είναι μάλιστα φορές που δεν αποκρύπτει κάποια σαρκαστική διάθεση. Γράφει στο Χατζόπουλο «...έχομε και ποιητική επανάσταση. Οι νέοι και νεότατοι ζητούν και αυτοί εκκαθάριση του ποιητικού κλάδου (εις). Ένας απ' αυτούς, ο Μελάς, μιλώντας για μια αηδέστατη ανθολογία που 'βγαλε ο δυστυχής ο Πολέμης, παραπονιέται γιατί δεν μπήκανε οι νέοι ποιητές μέσα εκεί να δείξουν την ορθή κατεύθυνση που έλαβε τώρα τελευταία η ποίηση με το τραγούδι της. Οι παλιοί, λέει -όλοι μας- όξω από το Σολωμό και τον Κάλβο, είναι άγραφο χαρτί ως τα σήμερα. Ο Βαλαωρίτης τίποτα, ο Κρυστάλλης σκόρος του δημοτικού τραγουδιού. Οι νέοι, λέει, πρέπει ν' αφήσουν και το δημοτικό τραγούδι και το Σολωμό ακόμα, γιατί είναι παλιός... Όταν του είπα να μου πει τι κατεύθυνσιν έδωσαν οι νέοι στην ποίηση μας, μου απάγγειλε κάτι στίχους του Βάρναλη, που παραγγέλλει στο δούλο του Μίδα να σφάξει το γαϊδούρι του το βαρβάτο, κάτω από τον πλάτανο, θυσία, καθώς λέει, γιατί παντρεύεται κείνο το βράδυ. θα είδες και στη Νέα Ζωή κάτι σημειώματα για την ποίηση μας... εγώ κι ο Μαλακάσης -ωραία παρέα-... Τι διάβολο θέλει να πει πως έχω μουσική και αρμονία και όχι ιδέες, όπως ο Μαλακάσης. Τι εννοούν με τη μουσική και τι με το ιδέα, ένας θεός το ξέρει, καταπώς  λέει και ο Καρλάιλ, πως η ποίηση δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μουσική ιδέα. Ας είναι αυτή η ποιητική επανάσταση.

 

3.             Ο Λάμπρος Πορφύρας, από τα ιδρυτικά μέλη του φιλολογικού περιοδικού Τέχνη και τους άμεσους συνεργάτες της, καθώς και του άλλου σύγχρονου περιοδικού Διόνυσος, είναι αυτονόητο ότι εντάσσεται στο λογοτεχνικό κλίμα των περιοδικών αυτών και εκφράζει τους προσανατολισμούς τους. Στα Βραχύβιο αυτά περιοδικά είναι έκδηλος ο άνεμος της νέας τεχνοτροπίας του συμβολισμού, που διατρέχει τις σελίδες του. Η καινοτομία αυτή είναι σημαντική για τα λογοτεχνικά πράγματα, γιατί ο συμβολισμός, το καλλιτεχνικό κίνημα που μεσουρανεί στο τέλος του περασμένου αιώνα, αποτελεί την αντίδραση προς το ρεαλισμό, την τεχνοτροπία που έφερε στο προσκήνιο τη σωματική ζωή του ανθρώπου, παραμερίζοντας τον ψυχικό του κόσμο. Έτσι οι συμβολιστές ξαναγυρίζουν στο αίνιγμα και στο μυστήριο, που θέλησε να περιορίσει ο Θετικισμός, με το φιλολογικό όνομα νατουραλισμός.

                Ο συμβολισμός εκτός από το κλίμα της μελαγχολίας, της νοσταλγίας και του ρεμβασμού, που συμπίπτει με του ρομαντισμού, φέρνει το νεφελώδες, φέρνει το υπονοούμενο, τη ρευστότητα και την υποβολή. Επιδιώκει ακόμη συναισθήματα σύνθετα και πρωτοφανέρωτα, συχνά την εσωτερική αυτοανάλυση, κάποτε τον εσωτερικό μονόλογο και κυρίως τα σύμβολα και τη μουσικότητα των λέξεων, γιατί η μουσική δημιουργεί την υποβολή που ζητούν οι συμβολιστές, σε αντίθεση με την ακρίβεια που προσφέρουν οι λέξεις και που αυτήν ακριβώς την ακρίβεια επιθυμούν οι συμβολιστές να καταπνίξουν.

                Η νέα τεχνοτροπία που αντικαθρέφτισε μια περίοδο ψυχικής κόπωσης και ενδοσκόπησης, έφτασε και στον τόπο μας και βρήκε οπαδούς. Η ποίηση όμως που αναπτύχτηκε στο κλίμα του συμβολισμού περιορίστηκε από τον ατομικό ορίζοντα του κάθε ποιητή και κατάφερε να εκφράσει ένα μέρος της ανθρώπινης ύπαρξης.

                Ο Λάμπρος Πορφύρας πιο πολύ από τα άλλα στοιχεία του συμβολισμού δανείστηκε τη μουσικότητα και το υποτονικό κλίμα της ρέμβης και της νοσταλγίας. Του ανήκει η τιμή ότι υπήρξε από τους ποιητές που βοήθησε να μεταφυτευτεί και να εγκλιματιστεί στον ελληνικό χώρο το κίνημα του συμβολισμού, χωρίς ακρότητες και υπερβολές. Αν η τεχνοτροπία του συμβολισμού πρόσφερε νέες εκφραστικές δυνατότητες, το βορινό κλίμα, με το οποίο ήταν οργανικά δεμένος, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με την ηλιόλουστη μεσογειακή ελληνική φύση. Αναμφίβολα αυτή η κλιματολογική διαφορά στάθηκε εμπόδιο για τη μεταφύτευση του συμβολισμού στην Ελλάδα, υποστηρίζει ο Μ. Vitti. Γι' αυτό μόνο όταν απογυμνώθηκε από τα εξωτερικά στοιχεία που τον χαρακτήρισαν στο ξεκίνημα του, διατηρώντας όμως την ουσία της μεθόδου, τότε αποκάλυψε τις δυνατότητες του.

                Ο Λάμπρος Πορφύρας θα δεχτεί την επίδραση των άγγλων και κυρίως των γάλλων συμβολιστών ποιητών - δυο γλώσσες που τις ήξερε καλά - που τους διάβασε και τους αγάπησε πολύ. Παίρνοντας από το Mallarmée και τον Moreas  και ιδιαίτερα από τον Henri de Regnieer το συμβολισμό, θα παραμείνει στο βάθος ουσιαστικά βερλαινικός, υποστηρίζει ο Γ. Πράτσικας.

                Ο Κ. Δημαράς υποστηρίζει ότι ο Πορφύρας αποτελεί ένα εξελιγμένο στάδιο συμβολισμού σε μια μορφή που ρέπει προς τη λιτότητα και το συγκρατημό, ενώ ο Μ. Vitti παρατηρεί ότι συμβολισμός λειτουργεί σε διαφορετικό βαθμό στην ποίηση μας, κάποτε ως παρουσία μιας ορισμένης ατμόσφαιρας σε μεταγενέστερους ποιητές, αλλά στους τρεις ποιητές:

                Κώστα Χατζόπουλο, Γιάννη Γρυπάρη και Λάμπρο Πορφύρα βρήκε τους άμεσους ερμηνευτές του γερμανικός και πιο ορθόδοξος στο Χατζόπουλο, πιο εύπλαστος και γαλλικός στο Γρυπάρη, αλλά σωστά εγκλιματισμένος σε ένα συγκεκριμένο και αισθητό περιβάλλον στο Λάμπρο Πορφύρα.

                Στους ποιητές που πολέμησαν τη μεγαλοστομία και το ρομαντισμό και προσπάθησαν να αποσπάσουν την ποίηση από τα δεινά της, ακολουθώντας το κίνημα του συμβολισμού, κατατάσσει τον Πορφύρα και ο Χρ. Κουλούρης. Υποστηρίζει ότι καθώς εμφανίζεται ανεπιτήδευτος, έδωσε μια ποίηση μ' έναν πολύτροπο αισθητισμό, κρύβοντας την αλήθεια των πραγμάτων πίσω από συμβατικά φαινόμενα και λυρικές περιγραφές.

4.             Το χαρακτηρισμό του «μουσικού» ποιητή πρώτος απέδωσε στον Λ. Πορφύρα ο στενός φίλος και ομότεχνος του Κώστας Χατζόπουλος. Σ ' αυτό το χαρακτηρισμό επιμένει και ο Κλέων Παράσχος, υποστηρίζοντας ότι τη μουσικότητα αυτή τη χαρακτηρίζει η έλλειψη στοχασμού, η εμμονή στους ίδιους συναισθηματικούς τόνους, ακαθόριστους από τη φύση τους. Ακόμη και η επιλογή των θεμάτων του χαρίζει στην ποίηση του τη μουσική ασάφεια, ένα από τα ουσιαστικότερα γνωρίσματα του ποιητή. Βέβαια η μουσικότητα του Πορφύρα δεν είναι υψηλή, συνεχίζει ο Παράσχος, γιατί πετυχαίνεται εύκολα, με γνώριμους στην ακοή μας ρυθμούς, με τα πιο γνώριμα είδη στίχου, με κανονικές τομές και με κοινότατο λεξιλόγιο. Σ' αυτές τις λεπτομέρειες οφείλει σίγουρα τη μουσικότητα της ποίησης του. Η βαθύτερη όμως μουσικότητα της πηγάζει από την ψυχική του ποιότητα. Παρόλο που η μουσική έκφραση στον Πορφύρα δεν είναι εξαιρετική, η ειλικρίνειά του όμως χαρίζει συγκίνηση.

                Αντίθετα ο Άλκης Θρύλος χαρακτηρίζει τον Πορφύρα ως μελωδικό και όχι μουσικό ποιητή. Μουσικό, υποβλητικό, εσωτερικό βρίσκει το Χατζόπουλο, ενώ τον Πορφύρα τον θεωρεί υποκειμενικά περιγραφικό, λυρικά περιγραφικό. Τίποτε άλλο γιατί μεταδίδει τη διάθεση, χωρίς να υποβάλλει, χωρίς να υπονοεί τίποτε βαθύτερο.

                Πολύ σύντομα υπογραμμίσαμε την ποιητική του ποιητή των Σκιών, τα ποιητικά ρεύματα που επηρέασαν το λιγοστό του έργο. Στην ποιητική του αυτή δημιουργία, συνειδητός δημοτικιστής στον καιρό του, χρησιμοποίησε ως γλωσσικό όργανο τη νεοελληνική γλώσσα, μια στρωτή ρέουσα δημοτική, χωρίς ακρότητες. Άλλοι από τους κριτικούς του (Σπ. Παναγιωτόπουλος, Γ. Πράτσικας ) επισημαίνουν το κοινό και φτωχό του λεξιλόγιο, τα συνηθισμένα επίθετα, τις ομαλές ομοιοκαταληξίες, αλλά υποστηρίζουν ότι η κοινοτυπία αυτή δεν έβλαψε την ποιότητα του έργου του, αντίθετα εξασφάλισε ενότητα στο περιεχόμενο και στην έκφραση. Άλλοι πάλι (Σωτ. Σκίπης, Αλκ. θρύλος) βρίσκουν τη γλώσσα του φτωχή, χωρίς πρωτοτυπία εκφράσεων.

                Ωστόσο, όπως αναφέραμε, ο Λ. Πορφύρας με τo λιγοστό του ποιητικό έργο και την περιορισμένη δραστηριότητα του στους γλωσσικούς και γενικότερα στους πνευματικούς αγώνες της εποχής του, συνέβαλε θετικά στην επικράτηση της νεοελληνικής γλώσσας.