Τσιανίκας Μιχάλης, «Κυριάκος Χαραλαμπίδης: Ημερολόγιο Καταστρώματος Δ΄ ή Κέστος της Μεσαρκάς»
 
Πόρφυρας, τεύχος 124. Για τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, τόμος ΚΗ΄, Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2007, Κέρκυρα, σσ. 243-254
 
 
 

Με όλα αυτά δε θά 'χα τι άλλο να προσθέσω,

εξόν από το πέπλο που αφαιρώ

Αμμόχωστος βασιλεύουσα

 

Κοιτάζουμε στα λεξικά: Μεσαορία-Μεσαρκά, η χώρα που εκτείνεται μεταξύ δύο ορέων, του Πενταδάκτυλου και του Ολύμπου (Τρόοδος). Καμιά φορά, για να τη συλλάβουμε καλύτερα, τη σκεφτόμαστε και ως γυναίκα. Ακόμα: παράδοξα, η Μεσαορία της Κύπρου αποδείχτηκε το μέσα όριο, η μέσα «ακτή» της Κύπρου. Ύστερα δεν θέλει πολύ' μόλις ξανοιχτείς στη Μεσαορία, βρίσκεσαι κιόλας στις ακτές.

                Με την ιδέα αυτή στο νου και με πολλές προσωπικές εμπειρίες από την Κύπρο ξανασυλλογιζόμαστε το έργο του Χαραλαμπίδη. Η Κύπρος είναι ο τόπος τού παράδοξου και των αντιστροφών: ο πιο γόνιμος ποιητικός τόπος του Χαραλαμπίδη. Σε κανέναν άλλο ποιητή δεν υπάρχει τόση ποικιλία και τόση έμφαση στις αντιστροφές. Δεκάδες στίχοι, πολλή η επιμονή στο σημείο αυτό και αναμετρά κάποιος τα αποτελέσματα: το πιο σημαντικό που μας ενδιαφέρει εδώ: αισθητικά δίνει την ευκαιρία στον ποιητή να εξασφαλίσει μια ευρύτερη και πλουσιότερη προοπτική για το έργο του, καθώς επίσης και να του δώσει τη δυνατότητα να συνθέσει ένα έργο που μπορεί να χωρέσει αποτελεσματικά τα μακροϊστορικά γεγονότα, καθώς και εκείνα που τον συλλαμβάνουν εξ απρόοπτου.

                Μετά από πολύχρονη ενασχόληση με το έργο του Χαραλαμπίδη πιστεύουμε ότι μπορούμε τώρα πια να προχωρήσουμε σε μια συνθετική αποτίμηση του έργου αυτού. Ας ξεκινήσουμε με το ακόλουθο πρώτο και γενικό αξίωμα: ο Χαραλαμπίδης έχει σημειώσει (και σχεδόν ολοκληρώσει) μια μοναδική ποιητική τροχιά, με «μαθηματική» σχεδόν ανέλιξη, την οποία και θα μπορούσαμε να προσεγγίσουμε ως εξής:

 

1. Το πρώτο χώμα

 

Στις πρώτες του ποιητικές συλλογές ο Χαραλαμπίδης ανιχνεύει έναν ευρύτερο «φυσικό», ένα ποιητικό τόπο, όπου θα τοποθετήσει αργότερα τον μεγάλο όγκο τού κυρίως έργου του. Σε τούτη την «πρώτη» περίοδο συγκαταλέγονται ποιήματα που σκιαγραφούν το ευρύτερο πλαίσιο, που αυτό είναι η φυσική οντότητα της Κύπρου, με ό,τι συνεπάγεται αυτό σε ένα «πρώτο» και «οργανικό» επίπεδο. Την περίοδο αυτή θα την οριοθετούσαμε από την αρχή ως και πριν την εισβολή του ’74. Τρεις ποιητικές συλλογές εδώ και ενδεικτικοί οι τίτλοι: Πρώτη πηγή (1961), Η άγνοια του νερού (1967), Το αγγείο με τα σχήματα (1973). Λίγο περισσότερο από δέκα χρόνια καλύπτει αυτή η περίοδος, ένας καλός χρονικός δείχτης για τη διαμόρφωση του ποιητικού υποκειμένου (ή -χαρακτηριστικότερα για τον Χαραλαμπίδη- της

αυτοδιάλυσής του).

                Τα περισσότερα ποιήματα αυτής της περιόδου αναφέρονται στον γενέθλιο τόπο του ποιητή, στην ποιητική πρώτη ύλη του, στην κοσμογονία του, στη «δημιουργία» του κόσμου του. Ας αναφέρουμε εδώ δυο παραδείγματα που σηματοδοτούν το σχετικό στίγμα του, παρμένα από τη δεύτερη συλλογή. Το πρώτο είναι το «Γυμνό», γραμμένο το 1962, ένας εύγλωττος δείκτης για την αρχική ποιητική διάθεση του Χαραλαμπίδη, αλλά που ταυτοχρόνως προαναγγέλλει το ευρύτερο αισθητικό του πλαίσιο: την αυτο-διάλυση σε ό,τι είναι καταλυτικό («τελεσφόρο» το ονομάζει ο ποιητής). Η διάθεση αυτή πριμοδοτεί την προτεραιότητα όχι του υποκειμένου, αλλά του αντικειμένου (αργότερα αυτό παίρνει πιο «υλικές» διαστάσεις): «Χωρίς άλλα στοιχεία υπ' όψη μου, / με μόνη της ψυχής μου την ειλικρίνεια / και το διπλό εκμαγείο, που νιώθω / να γίνετ' ένα καθώς τα χρόνια κυλούν, / διαλύομαι σ' ό,τι νομίζω τελεσφόρο» (1967: 15).

                Το δεύτερο ποίημα -επίσης της ίδιας συλλογής-, «Άλογα θολωτού τάφου», γραμμένο το 1965, μας εισάγει σε ένα προσφιλέστατο θέμα του ποιητή, την αρχαιολογική ανασκαφή της Κύπρου, και ειδικότερα τους αρχαίους τάφους με τους σκελετούς των «θυσιασμένων» αλόγων. Εκείνο που σημειώνει κάποιος σε αυτό το ποίημα -και όλα τα αντίστοιχα του Χαραλαμπίδη- είναι ότι δεν κυριαρχεί εδώ το αίνιγμα του θανάτου ούτε η διάθεση του όποιου «κενού» (όπως το γνωρίζουμε από τον Σεφέρη, π.χ. -θα το χρειαστούμε αυτό πιο κάτω), αλλά κάτι το ζωντανό, με την ωραία φραστική σύλληψη «πλημμύρες παράξενα σφιχτές είναι τα ζώα»:

 

Έρχεται κάποτε η στιγμή,

τάφον ανοίγεις

και βρίσκεις άλογα.

Τ’ άλογα προσπαθώντας

βρήκαν την έξοδο κλειστή.

Πλημμύρες

παράξενα σφιχτές είναι τα ζώα·

το κοκαλάκι τους σκιρτά κάποτε πλάι

στο μαραμένο λουλουδάκι.

 

                Στην Άγνοια του νερού, μια και την πήραμε ως σημείο αναφοράς της «πρώτης» περιόδου, ανιχνεύει κανείς τα πρώτα γερά θεμέλια, όπου αργότερα θα στηριχτεί το μεγάλο ποιητικό οικοδόμημα. Εκτός από την αρχαιολογία, συναντά κανείς ποιήματα του φυσικού χώρου («Αίγα κότσινη, πού πάεις;»), αλλά και του ποιητικού: εκεί αναγνωρίζεται η αισθητική προτίμηση στον Παπατσώνη, κάτι που φανερώνει ταυτοχρόνως και μια προσωπική «αντίσταση» στο ποιητικό κατεστημένο της εποχής του -η οποία αργότερα θα γίνει συστηματικότερη και θα βοηθήσει τον Χαραλαμπίδη να μη πιαστεί στην παγίδα της Ιστορίας, όπως θα δούμε πιο κάτω. Ταυτόχρονα, βέβαια, ορίζεται και η περιοχή του ποιητικού λόγου που θα βασιστεί σε αισθητικά παράδοξα και αντιστροφές, όπως δηλώσαμε στην αρχή αυτής της εργασίας, καθώς το διαβάζουμε στο «Αποκαθήλωση Α'» (1963): «Η μητρική στοργή / το Θεό συκοφαντεί; / όχι, νομίζω· μάλιστα / ένας άγγελος σχηματίζεται / και το κεφάλι απλώνει / στην τέχνη του σώματος» (ό.π., 29).

 

2. Ο Μεσαίωνας

 

Ο Χαραλαμπίδης μετά μια πρώτη μεστή δεκαετία, έχοντας περιχαράξει και μελετήσει το «φυσικό» του πλαίσιο, έχοντας «ρυθμίσει» τους ποιητικούς του ήχους και τα ποιητικά θέματα, είναι έτοιμος για την επόμενη φάση της ποιητικής του ανέλιξης. Η ποιητική συλλογή Αχαιών ακτή (1977) είναι η σύνθεση του κύκνειου άσματος της πρώτης περιόδου και αποτελεί μια σύζευξη όλων αυτών που προηγήθηκαν με εκείνα που θα ακολουθήσουν. Από την άποψη αυτή η σχετική ποιητική συλλογή είναι ακριβώς η σύνθεση μιας οριακής έντασης. Εκεί «ακριβώς» συμβαίνει ο κοσμοϊστορικός χαλασμός της τουρκικής εισβολής η οποία «περνά» σαν ένα νέο ποιητικό ρίγος στην ποίηση του Χαραλαμπίδη.

                Τούτο, μεταξύ άλλων, σημαδεύει την «ονοματική» και μαζί «υλικότερη» ώρα της ποίησης του Χαραλαμπίδη, κάτι που θα τον απασχολήσει επίμονα στη συνέχεια και θα σημαδέψει κυριολεκτικά στην επόμενη ποιητική του συλλογή, την Αμμόχωστο βασιλεύουσα. «Ονοματική», γι«τί αρχίζουν πλέον να τον απασχολούν πιο συστηματικά τα ποιητικά «ονόματα», οι λέξεις ως «ονόματα» -είναι σίγουρο ότι η ιστορική τραγωδία του νησιού, μαζί με την κρίση ονομάτων και τόπων-ονομάτων θέτουν σε ενέργεια αυτή τη μηχανή. Διαβάζουμε, π.χ., στο ποίημα «Ευλογημένο νησί», γραμμένο το 1975: «Χώρα που τ' όνομα της είναι από χαλκό / τ' όνειρον έχει κάτω απ* τη μασχάλη / και λίγα λουλουδάκια στην κοιλιά» (1977: 25).

                «Υλικότερη», γιατί αρχίζει να δένεται με πιο «υλικές» συνθέσεις (κάτι που προϋπήρχε ως διάθεση -το είδαμε), οι οποίες και γίνονται όλο και πιο οργανικές και πάνε να αγγίξουν τα όρια ενός προκλητικού υλισμού και εξεγερτικού μετεριαλισμού, ακόμη και κάποια ιδιόμορφη «ειδωλολατρία». Και εδώ ευθύνεται και πάλι η Ιστορία, αφού συγκλόνισε το «σώμα» του νησιού και το κουτσούρεψε υλικά, κάτι που κάνει τον ποιητή να σκύβει να το αγγίξει πάνω στο νεκρικό του κρεβάτι (και σα σώμα Ιησού -θέμα «εικαστικό» και τόσο προσφιλές στον ποιητή, όπως και σε όλους τους μεγάλους ζωγράφους.

Μέσα σε τούτο το πλαίσιο αρχίζει να διαφαίνεται και μια πιο «συστηματική» απόφαση του Χαραλαμπίδη για την αναζήτηση ποιητικής προοπτικής, έναν ευρύτερο ποιητικό ορίζοντα -και ας τον είχε περιορίσει τόσο πολύ το ιστορικό γίγνεσθαι. Εξηγούμαστε: το σημαντικό με τον ποιητή αυτόν είναι ότι η εισβολή και τα καταστροφικά της αποτελέσματα σε κάθε άλλη περίπτωση θα ακύρωναν τον ποιητικό λόγο ή θα τον ανάγκαζαν σε μια πιο ενδοστρεφή θεώρηση, κάτι σαν «ποίηση της ήττας», που σημάδεψε τόσο καταλυτικά και τόσο περιοριστικά την αντίστοιχη ελλαδική ποίηση από το '50 και μετά -αλλά και νωρίτερα.

                Τούτο δε σημαίνει ότι ο Χαραλαμπίδης δεν συγκλονίστηκε από τα γεγονότα και δεν «έσβησαν» μέσα του ξαφνικά πολλά φώτα που είχε ήδη αναρτήσει σε λόφους και οριακά σημεία της πατρίδας (κυρίως του Πενταδάκτυλου) από πολύ νωρίς με την ποιητική του συνείδηση. Συγκλονίζεται ναι, αλλά αποφασίζει να αντιδράσει αντίστροφα: όσο χώρο αφαίρεσαν οι Τούρκοι από το σώμα του νησιού του, πολλαπλάσιο φροντίζει ο ίδιος να ανακτήσει μέσα από τον ποιητικό λόγο. Ο τίτλος «Επίνησος» του ποιήματος που ακολουθεί, δηλώνει «υπόκωφα» αυτό το «επιπλέον» -κι ας βράζει η φωνή «μέσα σε τσουκάλι»:

 

Πριν από τρεις χιλιάδες δεκαπέντε χρόνια ήσουνα

περικαλλές, ευλογημένο, αήττητο,

παρθενικό σαν Κύπρις η τεχούσα

τον πόθο για το πιο καλό. Τώρα η ψυχή σου

αλυσοδένει τον κυρ-ουρανό και βάνει επίδεσμα

στα φοβισμένα δέντρα, στ' αδειανά πουλιά.

Κάπου η φωνή σου βρίσκεται γυμνή

το δίκαιο να ταράζει πάνω απ’ τη φωτιά,

σε μια χάλυβα, μέσα σε τσουκάλι («Επίνησος», ό.π., 27).

 

                Ο σχετικός χώρος βέβαια είναι γεμάτος σκιές και περίεργα «τριξίματα», αινιγματικός και διαθλαστικός, συχνά πάντως οργανικός και «πρωτόγονος», αλλά πάντα περισσότερος και πλουσιότερος. Και με προοπτική. Δείγμα μιας τέτοιας διάθεσης αποτελεί το ωραίο ποίημα «Ουμανιστής του 1339 σε κατακτημένη πόλη του 1975». Εκεί διαβάζουμε το ποίημα από «περγαμηνή» -ωραιότατο ποιητικό εύρημα που «φωτογραφίζει» τον κατακτημένο τόπο (και την κυπροπεργαμηνή μαζί)-, καθώς ο παλαιός εκείνος «ουμανιστής», «Με την περγαμηνή στα χέρια κοίταζε / το λιμανάκι το άσπρο που κυμάτιζε», κ.τ.λ. Ακολουθεί λεπτομερής περιγραφή της «περγαμηνής» και το ποίημα μας ξαφνιάζει με τους δύο τελευταίους του στίχους -νάτη η προοπτική: «Αυτός με την περγαμηνή στρέφει το βλέμμα / προς τον υποτιθέμενο θεατή του» (1977: 24).

                Το παραπάνω ποίημα μας εισάγει στην «πύλη» της Αμμοχώστου, τη συγκλονιστική αυτή ποιητική παραγωγή στην οποία ο Χαραλαμπίδης αναδεικνύεται επική και προεξάρχουσα μαζί ποιητική μορφή των καιρών μας. Για τη συγκεκριμένη ποιητική συλλογή έχουμε συγγράψει μια μελέτη και δεν είναι ανάγκη να επαναλάβουμε εδώ όσα προσπαθήσαμε να πούμε εκεί.

                Για τις ανάγκες τούτης της εργασίας -και στο πλαίσιο της γενικότερης αποτίμησης του έργου του Χαραλαμπίδη που επιχειρούμε εδώ-, να πούμε μόνο ότι η συλλογή αυτή μας περνά οριστικά από τον «φυσικό» και «γεωλογικό» πρώτο θάλαμο της ποίησης του Χαραλαμπίδη στον δεύτερο θάλαμο, εκείνον της Ιστορίας -που είναι και η ιστορία της εισβολής. Η συνάντηση του ποιητή με την Ιστορία ήταν βίαιη (αν και αναμενόμενη) και συντελείται στο συγκεκριμένο λιμάνι της Αμμοχώστου -«γενέθλιας» πόλης του ποιητή.

                Εδώ οφείλουμε πάλι να κάνουμε κάποια διευκρίνιση: Έχει κάποιος τη βεβαιωμένη εντύπωση ότι ο Χαραλαμπίδης, πριν την Αμμόχωστο, είχε πάρει το μονοπάτι που θα τον έβγαζε πέρα και έξω από τα γενέθλια χώματα της Κύπρου" και θα ήταν σίγουρα η Ιστορία -αποφασιστική ποιητική φάση για έναν ποιητή που «φτιάχνει» ποιήματα-πράγματα με τα χέρια του. Φυσικά, δεν μπορούμε να ξέρουμε τι είδους Ιστορία θα ήταν αυτή -ούτε και ο ίδιος μάλλον δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ακριβώς· πάντως θα περιείχε στοιχεία της κυπριακής, σίγουρα όμως της μεσογειακής ιστορίας και οπωσδήποτε της ποιητικής, με ευρύτερες ανασκοπήσεις σε μεγάλες στιγμές της ευρωπαϊκής ποίησης. Συλλαμβάνουμε τον ποιητή πάντως να ακονίζει την όραση του, να κοιτάζει μακρινούς ορίζοντες, να θεάται από «ψηλά» -κάτι που θα αποτελέσει σε λίγο και μόνιμο «θεωρητικό» στόχαστρο του. Όσο για την ποιητική ιστορία, θα προπορεύονταν μεγάλες μορφές (αυτό ανιχνεύεται εξάλλου και στον «ουμανιστή» που είδαμε πιο πάνω), π.χ., δεν θα πέφταμε καθόλου έξω, αν ονομάζαμε εδώ το Δάντη. Όλα αυτά υποψιαζόμαστε ότι δουλεύονταν στη σκέψη του ποιητή, καθώς ωρίμαζε ποιητικά, οπότε, ξαφνικά, προέκυψαν οι φοβερές λαίλαπες Ιουλίου και Αυγούστου 1974, «το καλοκαίρι με τις δίδυμες λεπίδες του».

                Έτσι «παγώνει» το ποιητικό αίμα στη σκέψη του ποιητή και ό,τι έχει έτοιμο η συνείδηση του έρχεται να κρυσταλλωθεί γύρω από τα φοβερά ιστορικά γεγονότα -την Ιστορία του συγκεκριμένου- μέσα όμως σε ένα ευρύτερο και κάποτε ανεξέλεγκτο πλαίσιο, αφού γίνεται τόσο ξαφνικά, ενώ ακόμη κινούνται αρχαιότερα και οργανικότερα ποιητικά ρεύματα στη συνείδηση του ποιητικού του λόγου.

                Μαζί όμως με το νέο και ακαριαίο ιστορικό ρίγος εδώ έρχονται να δέσουν στο βάθος του πίνακα όλα τα προηγούμενα χαρακτηριστικά που διαμόρφωναν την ποιητική περιοχή του Χαραλαμπίδη. Πολύπλοκες προοπτικές, πρισματικές όψεις και απόψεις, αφθονότατες «αντιστροφές», αρχαία άλογα και «ακουστικά» ονόματα, χαραγμένα σε «τηλεγραφόξυλα», κ.τ.λ.: στιγμές ενός μεγάλου ιστορικού «κακού», σαν τατουάζ πάνω στο σώμα μιας «πουλημένης» πόλης.

                Έτσι, ο μεσαιωνικός «ουμανιστής» (που είδαμε πιο πάνω) σε τούτη την ποιητική συλλογή ενσαρκώνεται από τον ίδιο τον ποιητή, περνά στον δικό του δημιουργικό «μεσαίωνα». Το πρώτο ποίημα της Αμμοχώστου «Αρχή ενός ειδυλλίου» -αν το διαβάσουμε προσεκτικά- καταμαρτυρά και τον «μεσαιωνικό» χαρακτήρα της προσέγγισης, αλλά και το «μεσαίωνα» του ίδιου του ποιητή: «[...] να σου δώσω κάτι δανεικά / που πριν σαράντα χρόνια πήρα από τα χέρια σου» (1997: 9). Χαιρετίζει βεβαίως και τον μεσαιωνικό και μεσουράνιο Δάντη, στη μέση της ζωής και του θανάτου, στη μέση του θέρους, στη μέση του τραγουδιού και του ονόματος (Αμμόχωστος), στη μέση της γης και του ουρανού, στη μέση της Μεσαρκάς· όπως χαρακτηριστικά το διαβάζουμε στο «Εν γαστρί», ποίημα του Θόλου -«ιστορική» ποιητική συλλογή και αυτή, αντιθάλαμος της Αμμοχώστου: «Μες στο σκοτάδι έπιασα να σου μιλήσω / Θεέ μου για τους καμούς μου· αγκαστρωμένη / στον Αντρικό μου τότε, το θυμάσαι [...]. Όμως εκείνο τ' όχι τώρα με θερίζει / σαν το δρεπάνι μες στο μεσομέρι / της Μεσαρκάς και κλαίω και σε παρακαλώ [...]» (1998: 52).

 

3. Μετά (ή πριν;) την Ιστορία

 

Υπάρχει άραγε για τον Χαραλαμπίδη Ιστορία μετά τον κυπριακό «μεσαίωνα» του 1974; Φυσικά όχι. Εκεί πάγωσε ο ιστορικός χρόνος, όπως το διατυπώνει ανάγλυφα ο ίδιος σε ποίημα του Θόλου: «Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες / αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές / πού 'χαν παγώσει και δε σάλευε καμιά» («Παιδί με μια φωτογραφία» 1998: 11). Αν μπορεί να υπάρξει πια κάτι, είναι αυτό που ο ίδιος ο ποιητής ονομάζει Μεθιστορία, και την οποία μας την έδωσε το 1995. Εκεί γίνεται το «άνω κάτω» -κυριολεκτικά. Το πρώτο κιόλας ποίημα της συλλογής θέτει τους ανατρεπτικούς στόχους με μια αυτοαναίρεση. Πρόκειται για το «Ιστορία με άλογο», καθώς το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο «αυτογκρεμίζεται» από το ποιητικό του «άλογο», μετά από μια επική αυτό-κονταρομαχία (που θα πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι ο Χαραλαμπίδης, ώριμος πια, «γυρίζει» από τον πόλεμο και βάζει τέρμα στην αυτο-βιογραφική ποιητική της Αμμοχώστου):

 

Όμως τον πρόλαβα μπροστά στο βασιλιά

και μια και δυο τον ξετελειώνω -να μη λένε

ότι με βλέπουνε καβάλα στ’ άλογό μου

επάνω από τον ουρανό της Λευκωσίας (1995: 12).

 

                Να πούμε εδώ ότι και το πρώτο ποίημα της συλλογής αυτής είναι «μεσαιωνικό», καθώς βγαίνει ο ποιητής κονταρομάχος από την πόρτα της Λευκωσίας (αν και ο νους μας βρισκόταν ακόμη στην Αμμόχωστο -κοινός «τόπος» του Χαραλαμπίδη ως πόλη-μήτρα (Κωνσταντινούπολη, Ιερουσαλήμ κ.τ.λ.): «Μισή πόλη στη Λάρνακα / κι υπόλοιπη στη Λεμεσό / με λίγα απομεινάρια στη Λευκωσία και Πάφο, / περίπου αυτή που αγάπησα» («Εξ αγχιστείας», 1997: 75). Τα υπόλοιπα ποιήματα της συλλογής τραβούν για τα ανοιχτά. Οδηγός εδώ ο Καβάφης, ο οποίος θα γίνει το μεγάλο ποιητικό και στρατηγικό φλάμπουρο του Χαραλαμπίδη -ο Καβάφης «στρατηγός»: «Και όμως, ο ποιητής που μιλάει για στρατηγούς στην ποίηση του είναι ο Καβάφης» (Τσιανίκας, 2003: 20).

 

Διαβάζουμε το δεύτερο, χαρακτηριστικό ποίημα, «Τραβώντας ανατολικά (ο. π., 15) και το οποίο δείχνει καθαρά ότι ανοίγει πια ο ποιητικός διαβήτης, προς όλα τα σημεία του ορίζοντα. Προέχει, βέβαια, η ανατολική πορεία -μεγάλης εμβέλειας για τον Χαραλαμπίδη, το είπαμε στη μελέτη μας για την Αμμόχωστο βασιλεύουσα. Αλλά το ποιητικό μάτι κοιτάζει, βλέπει μακριά, και όσα ποιήματα της Κύπρου είναι -προσπαθούν να είναι μετά» Κυπριακά, προ-Κυπριακά, υπερ-Κυπριακά, κι ας (και ίσως επειδή) κοιτάζει ο ποιητής από τη Μεσαορία· κι ας πρόκειται συχνά για «λεπτομέρειες», όπως το διαπιστώνουμε στο ποίημα «Παναγιά η κανακαριά. [Λεπτομέρεια]» (ο.π., 99): «Μικρός Χριστός απόλυτα δεμένος / με τ' ουρανού το σύνορο / με μάτια / κλεμμένα από τάφον αιγυπτιακό / κρατώντας λίθο σμαραγδή / με τόλμη και φρεσκάδα σβήνει το μισό / του χέρι, σβήνει λίγο φωτοστέφανο / κι απ' το μαντύα του σκορπάει ψηφίδες».

                Τέτοια πολλά τα παραδείγματα που μας ανοίγουν μάτια και δρόμους, αλλά και πονηρές διόδους. Και εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε -γιατί αρχίζει να παίρνει ιδιαίτερες διαστάσεις στη ποίηση του Χαραλαμπίδη-, ότι ο ποιητής φροντίζει να δένει κρυφά -και πιο συστηματικά- τον ποιητικό του λόγο με την ντόπια, κυπριακή, παράδοση. Τούτο το «έτοιμο» και εύχρηστο υλικό, ρυθμικό και «ελεύθερο» (όπως ίσως τα αγγεία «ελεύθερου ρυθμού») υπήρχε πάντα εδώ, μπροστά στη θύρα του Χαραλαμπίδη, αλλά στην ώρα της Μεθιστορίας γίνεται «ποιητάρικο». Φέρνει μια νέα φρεσκάδα, έναν ευτράπελο βηματισμό, μια «λογιακή» πνευματικότητα, η οποία, ακριβώς, είχε εξασφαλίσει αιώνες κοινωνικής συνοχής

στην Κύπρο.

                Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το '74 μια μεγάλη και διαχρονική κοινωνική συνοχή έγινε θρύψαλα, γιατί οι μεγάλοι λαϊκοί και φιλοπαίγμονες μηχανισμοί δεν λειτούργησαν πια" είχαν σταματήσει οι μεγάλες αερο-μηχανές που φυσούσαν από τον Πενταδάκτυλο και το Τρόοδος και «δρόσιζαν» τον εύφλεκτο κάμπο της Μεσαορίας. Ίσως γιατί παρενέβη τόσο βίαια η Ιστορία. Τπό την έννοια αυτή -και με παράδοξο τρόπο- η Μεθιστορία του Χαραλαμπίδη δεν έπεται, αλλά μάλλον προηγείται της Ιστορίας και σαν να την αναιρεί. Αυτό φαίνεται να ανακοινώνει το ποίημα «Γνώση ιστορίας», καθώς ο Χαραλαμπίδης τα βάζει με τον «σοβαρό» και «ιστορικότατο» Σεφέρη που τον ενόχλησαν κάποια «άθλια» εικονίσματα που ζωγράφιζαν καλόγεροι στην Κύπρο· και το σημαντικότερο, ο Σεφέρης αισθάνεται απόγνωση, γιατί δεν μπορεί να τους «εξηγήσει» (δικό του το ρήμα) σε τι παράπτωμα πέφτουν: «Γιατί θα πρέπει να τους το εξηγήσεις; / Ποιος όρισε μια τέτοια πράξη εδώ;», τον ρωτά ο Χαραλαμπίδης (1995: 72).

                Και δεν τον «ρωτά» απλά τον Σεφέρη ο Χαραλαμπίδης. Απαντά με «τσαττίσματα», καθώς «τσακίζει» ο λόγος και αποκαλύπτεται το πνεύμα του λόγου, και ο «νους» του λόγου, ελεύθερα, εριστικά και ζωντανά. Αυτό το «τσαττιστό» πνεύμα προϋποθέτει και το πρώτο ποίημα της Μεθιστορίας, «Ιστορία με άλογο» (στο οποίο αναφερθήκαμε πιο πάνω), όπου ο Χαραλαμπίδης «απαντά» στον ίδιο τον Χαραλαμπίδη. (Να το πούμε και αυτό εδώ τώρα: το όνομα του ποιητή υπαγορεύει μια ιδιόμορφη «χαρά», ο Χαραλαμπίδης υφίσταται και αντέχει πάντα τη δύναμη των ονομάτων και φυσικά του δικού του).

                Μιλήσαμε πιο πάνω και για πονηρές διόδους: ας μη μείνει αίνιγμα. Το διαπιστώνουμε τόσο «ορθά» στα «ξαπλωμένα» λόγια της «Παρθένου Ελένης»:

 

Κι όπως εξάπλωσε τα πόδια της ν’ ανοίξει

ανοίγουνε οι αιθέρες κι από πάνω

οι άγγελοι παλεύουν με τους Τρώες

και με τους Αχαιούς, που κάποιος πληρωμένος

τριάντα δυο δραχμές τους είχε ανοίξει

τη μυστική οπή και μπήκαν όλοι (ό.π., 134).

 

4. Μεσαρκά: η μέσα ακτή

 

Μεσόγεια: πάντα μας μπέρδευε αυτή η λέξη καθώς προέκυπταν δυο ερωτηματικά: ενδοχώρα ή ενδοθάλασσα; Το πρώτο ποίημα από την επόμενη συλλογή του Χαραλαμπίδη Δοκίμιν αναφέρεται πάλι στην Ελένη. Τίτλος: «Παλινωδία», καθώς ο Στησίχορος μετανοιωμένος παίρνει πίσω όσα αρνητικά είπε για την Ελένη κ.τ.λ. Και η παλινωδία εδώ είναι «τσαττιστή». Αλλά και ο τίτλος της συλλογής Δοκίμιν είναι τσαττιστός: «Σε μερικές αυλές παλαιών εκκλησιών της Κύπρου μπορεί κανείς να δει κάποιο διτζίμιν· όποιος το έσερνε "του νώμου του" (το σήκωνε δηλαδή ως τον ώμο του) λογαριάζονταν ανάμεσα στα πρώτα παλικάρια» (από εξήγηση στο εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής).

                Το δεύτερο ποίημα μας βγάζει στα μεγάλα νερά της Μεσογείου και του Πρωτέα, «Στο παλάτι του Πρωτέα» ο τίτλος· και πάλι ο λόγος για την Ελένη. Το τρίτο «Η Πηνελόπη αναγνωρίζει τον Οδυσσέα» κ.τ.λ., ένας καλός δείκτης για τη νέα μετάθεση του Χαραλαμπίδη στα ευρύτερα νερά της Μεσογείου. Και τούτο ακόμα: η ποίηση τώρα γίνεται πιο διαλογική, με ό,τι μπορεί να προσθέσει αυτό. Πολλοί οι άμεσοι διάλογοι, πολύ περισσότεροι οι έμμεσοι, καθώς συνδιαλέγονται ποικίλες φωνές από τον ευρύτερο χώρο της Μεσογείου και μεταφέρουν μέσα στον ποιητικό λόγο μια φρεσκάδα που είχαμε να νιώσουμε από την εποχή του Καβάφη.

                Και για τούτο αναπόδραστα ανοιχτά ή μυστικά ερωτική ποίηση, όπως εκείνη του Καβάφη. (Για τη σχέση Καβάφη-Χαραλαμπίδη υπάρχει ήδη σημαντική βιβλιογραφία). Να αναφέρουμε εδώ το σκανδαλιστικό «Η γυναίκα του Κανδαύλη» (2000: 25), «Η παρακύπτουσα» (σσ. 39-40), με τους εξής στίχους γύρω από τον «κεστό»: «Γυμνές οι φλόγες σαν ζητιάνες άπλωσαν / τις απαλάμες ως τη ζώνη της Παφίας». Μεσογειακά ερωτικά που στοχεύουν στο «μέσο» του σώματος, καθώς λύνονται ζώνες και σπάζουν φιάλες με αρώματα, καθώς από το «μέσο» της Μεσογείου και των γύρω παραλίων ακούμε μύθους, βλέπουμε σώματα, συν-ουσιάζονται πολιτισμοί κ.τ.λ.

                Επιτέλους, εμφανίζεται μπροστά μας ο κόσμος της Μεσογείου, ολόκληρος και φρεσκότατος κι ας κοιτάζουμε μέσα από την καρδιά της Μεσαρκάς, τη στενή «οπή» της Μεσαορίας, και ακόμη, της Ελένης-Αμμοχώστου: «Έτσι γυμνή, μ' αιδημοσύνη τα πουλιά, / ελεύθερα σε βλέπουν ν' αγκαλιάζεις / κάθε περαστικό κατακτητή / και να τον πνίγεις στα φιλιά τα τερατώδη» («Σώμα πηλού», 1997: 80).

                Κοιτάζουμε ναι από τη Μεσαρκά, αλλά ξανοιγόμαστε πλησίστιοι στους μακρότοπους της Μεσογείου. Δεν είναι πως για τον ποιητή έχει τελειώσει η ώρα του μικρότοπου, αλλά μια βεβαιωμένη του πεποίθηση (την έχει επαναλάβει φορτικά σε κείμενα και συνεντεύξεις), κυρίως μετά την τραγωδία, ότι το κακό έγινε ακριβώς επειδή κοιτούσαμε πολύ κοντά τα πράγματα, σε σημείο που είχαμε παραμορφωτικές αντιλήψεις γι' αυτά. Το λέει τόσες φορές ο Χαραλαμπίδης και επιμένει σ' αυτό: «Να ξέρεις, όμως, / πως άλλα βλέπει ο νους κι ακούει, Ελένη» («Στο παλάτι του Πρωτέα», 2000: 15). Ως ποιητής αισθάνεται την ανάγκη να πάρει θέσεις που θα αποδεσμεύουν μια όραση μεγαλύτερης εμβέλειας και διάρκειας, με πρώτη και καλύτερη μονάδα μέτρησης τη μεσογειακή, μέσα στο πλατύτερο φάσμα της. Μόνο έτσι πιστεύει ο ίδιος ότι θα σταθούμε ικανοί να αντιληφθούμε το «τοπικό» πρόβλημα της Κύπρου και, ίσως, να επανορθώσουμε.

                Για τούτο και διαλέγεται, σιωπηλά ή επώνυμα. Υπάρχει στο Δοκίμιν ένα ποίημα το οποίο θα άξιζε να μνημονεύσουμε εδώ. Πρόκειται για τη «Συντυχιά» (συνομιλία). Ο Χαραλαμπίδης ανταλλάσσει απόψεις με τον Σεφέρη και το θέμα της συζήτησης τους αφορά στην κυπριακή ιδιαιτερότητα και ιδιομορφία, θεωρημένη όμως από μια ευρύτερη σκοπιά, μέσα από μια μεσογειακή αναδίπλωση, προς την Ελλάδα:

 

Και κάτι ακόμα·

βλέπω στις σημειώσεις

έναν Οθέλο μ' ένα μόνο λάμδα.

«Αυτά υποτίθεται» (λόγια του Σεφέρη)

«πως αυτός ο Αράπης δεν είταν(ε) κύπριος

και η Δεσδαιμόνα δεν τ’ άφηνε χουζούρι

να μάθει τα Κυπριώτικα, διπλά να τα προφέρει».

 

Μπράβο σου, Γιώργο! Τα σταράτα λόγια

δεν είναι (είπες και τούτο) για πρωτευουσιάνους.

Είναι για Κυπριώτες σαν κι εμάς.

 

Εάν κάποιοι Λίκινοι Κράσσοι κατά Πάρθων

με σαλεμένα τα μυαλά εκστρατεύουν,

μια μέρα θα τη βρούνε στα γεμάτα.

του Ευριπίδη την παράσταση ενθυμού:

 

Τις «Βάκχες», που ανεβάζοντας οι Πάρθοι

εξαφνικά εισβάλλει στο θέατρο τους

κουτσός αγγελιαφόρος που κρατούσε

την κεφαλή του Κράσσου και τη χέρα του.

 

Τέτοια θα έχουμε πολλά να ιδούμε.

«Όσοι μας ξέρουν και μας είδαν», είπε,

«στον περασμένο πόλεμο, καταλαβαίνουν».

Αυτά ο δραγάτης. Κι ασηκώθη το νησί

και πήγε με το άππαρόν του (κύματα)

ως την αυλή του φίλου βασιλέα

της λαμπερής Ασίνης (2000: 177-178).

 

                Ο Χαραλαμπίδης σχολιάζει και απαντά σε μια «χαριτωμένη» παρατήρηση του Σεφέρη, σε γράμμα που είχε στείλει ο τελευταίος στον Γ.Π. Σαββίδη, στις 9 Ιανουαρίου 1956, σχετικά με την πρώτη έκδοση των «Κυπριακών» ποιημάτων του. Εκεί μεταξύ άλλων σχολιάζει ένα γραμματικό λάθος στις «σημειώσεις», γιατί το όνομα του Οθέλλου τυπώθηκε με ένα λάμδα: «[...] είδα μόνο στις σημειώσεις έναν Οθέλο (μ' ένα λ) -αλλά υποτίθεται πως αυτός ο Αράπης δεν ήταν Κύπριος και η Δεσδαιμόνα δεν τ' άφηνε χουζούρι για να μάθει τα Κυπριώτικα ώστε να προφέρει τα διπλά» (Κυπριακές επιστολές, 1991: 94). Ο λόγος είναι για την «προφορική» ιδιαιτερότητα της κυπριακής λαλιάς, καθώς επίσης και για όλα εκείνα που προέβαλε ο Σεφέρης σχετικά με την Κύπρο. Εκείνο που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η ποιητική (και μεσογειακή) αποστροφή του Χαραλαμπίδη: «της λαμπερής Ασίνης».

                Είναι φανερό ότι ο Χαραλαμπίδης μας παραπέμπει στο ποίημα του Σεφέρη «Ο βασιλιάς της Ασίνης» (1985: 185). Γνωρίζουμε ότι στο σχετικό ποίημα ο Σεφέρης πλέκει το εγκώμιο του «κενού» -γενικότερο αισθητικό πλαίσιο του Σεφέρη. Να πούμε εδώ ότι ακόμη και στα «κυπριακά» του ποιήματα, όπου πάει να γίνει λίγο πιο αισιόδοξος, το «κενό» δεν τον αφήνει. Δες, π.χ., «Μνήμη Α'»: «Και μπήκα στ' αδεινό μου το σπίτι» (ό.π., 246).

                Τα όσα τώρα αφορούν στο παραπάνω ποίημα, ισχύουν ως το 1955, οπότε ο Χαραλαμπίδης παίρνει το λόγο και σημειώνει: «Αυτά ο δραγάτης». Καιρός να μιλήσει και ο κύπριος «ιδιοκτήτης» για μετά το '55: «Κι ασηκώθη» κ.τ.λ. Εδώ βέβαια πρόκειται για το «σηκωμό» του '55 και την κυπριακή «ιππική» προέλαση προς την «αυλή» της Ασίνης (της Αθήνας, δηλαδή), όπου φυσικά, όσο «λαμπερή» και αν ήταν, δεν αντιπροσώπευε παρά το μεγάλο «κενό» -εκείνο ακριβώς που είχε περιγράψει με τόση επιμονή ο Σεφέρης στο ποίημα του για την Ασίνη.

                Ας το «σπρώξουμε» λίγο πιο πέρα, κάπως εριστικά: Ο δραγάτης μπορεί να είναι και ο διπλωμάτης, που φυλάει τα άγρια -και στην περίπτωση μας αυτός που «κοιτάζει» εμβρόντητος τους κυπριακούς «αγρούς» και ακούει τα «διπλά» σύμφωνα. Ο Χαραλαμπίδης, χαριτολογώντας σοβαρά, απαντά έμμεσα στον Σεφέρη: Ο «Οθέλος» (με ένα λάμδα) δεν ήταν θέμα ντοπιολαλιάς και «επαρχιώτικης» προφοράς αλλά το «κενό» που άφηνε ανοιχτό ένα ρήγμα για την εισβολή, αφού το κυπριακό «ιππικό» είχε φύγει για την Ασίνη. Είναι το ρήγμα-κενό που άφηνε η εξωτερική ελληνική πολιτική, από όπου πέρασαν εκείνοι που παρουσίασαν στη σκηνή «την κεφαλή του Κράσσου και τη χέρα του». Ο «δραγάτης» ήταν ο αγροφύλακας που δε φύλαξε τελικά τους «αγρούς», ούτε τον «κεστό» της Μεσαορίας, τους οποίους αφελέστατα του είχαν εμπιστευτεί οι Κύπριοι.

 

Μικρόν δοτζίμιν έπκιασεν, των εκατόν σιλιάων

 

                Τα παραπάνω «στάδια» στην ποιητική ανέλιξη του Χαραλαμπίδη δεν είναι απόλυτα στεγανά, αλλά μεσογειακά ρεύματα, τα οποία όλο και δυναμώνει ο παφλασμός τους -στο νου περισσότερο, παρά στις αισθήσεις. Τούτο είναι ιδιαίτερα σημαντικό για τον ποιητικό λόγο που μας συνήθισε με λαλίφθογγους στίχους και επίμονα «επετειακά» θέματα. Εδώ -στον Χαραλαμπίδη- οι δυνάμεις είναι κεντρόφυγες και το ταξίδι «αντιαποικιακό», με την έννοια ότι δεν καταδικάζει την Κύπρο σε αποικιακή «λεπτομέρεια» της Αγγλίας, π.χ., αλλά η ίδια η Κύπρος γίνεται «αποικιακή» δύναμη του ευρύτερου μεσογειακού Λόγου (εδώ συναντούμε τον Ηράκλειτο) -που πάντα ήταν, έτσι κι αλλιώς. Για τούτο και ως υπότιτλο τούτης της εργασίας (και φανερά «διτζιμάζοντας» τον Σεφέρη) δώσαμε: «Ημερολόγιο Καταστρώματος Δ'», που ποτέ δε θα μπορούσε να γράψει ο Σεφέρης (προτίμησε να το «γυρίσει» στα «κρυφά»).

                Αυτό όμως δε σημαίνει ότι οι «παφλασμοί» του Χαραλαμπίδη μας οδηγούν στο άγνωστο, αλλά, αντίθετα, πάντα σε κάποια «ακτή». Να το σημειώσουμε εδώ: Ως προμετωπίδα στο Δοκίμιν του ο Χαραλαμπίδης, όχι και τόσο τυχαία, έβαλε σε περίβλεπτη θέση το εξής απόφθεγμα του Bacon: «Ίσως κάποτε μπορέσω να φτιάξω / ένα κύμα να σπάει στην ακτή». Βέβαια στα ανοιχτά πηγαίνουμε, στα ανοιχτά προχωρούμε, αλλά ο νους μας είναι στα «μισά», στο κέντρο, στη μέση της Μεσαρκάς, στην «ακτή» του μέσα, καθώς αγγίζουμε τον μαγικό κεστό της. Γυρίζει προς το μέρος μας:

 

Ήρθα σ' αυτό τον ξένο τόπο κι είχα

στην τσέπη μου τριάντα δυο δραχμές.

Της εσθήτος μου η πόρπη χαλασμένη

και τα λευκά ποδάρια μου με μώλωπες («Παρθένος Ελένη», 2000: 131).

 

Συντυχιά: 2006, 32 χρόνια ακριβώς από τότε που «χάλασε» η πόρπη της...