Ραυτόπουλος Δημήτρης, «Ματωμένα χώματα»
 
Επιθεώρηση Τέχνης, Νο 92, (Αύγουστος 1967)
 
 
 

…Βρισκόμαστε μπροστά σ’ ένα έργο όχι μόνο σίγουρης ωριμότητας αλλά και μεγάλου, δυναμικού ταλέντου. Θα έλεγα, ένα έργο άψογο, αν αυτή η λέξη δεν μου φαινόταν πολύ ψυχρή. Οποιοσδήποτε άνθρωπος με στοιχειώδη ανησυχία οφείλει να είναι επιφυλαχτικός μπροστά στα άψογα πράγματα, αφού είναι αδύνατο κάτι άψογο να σε αναστατώσει. Προτιμώ την αρχαία μας λέξη υ π έ ρ ο χ ο . Γιατί το βιβλίο που αξιώνει αυτό τον τίτλο κάθε άλλο παρά μας αφήνει αδιάφορους και μαλθακά ευχαριστημένους. Αρπάζει το στοχασμό και την καρδιά μας και τα στροβιλίζει για να τα τινάξει στον απαραίτητο ύψος, που απ’ αυτό όλα φαίνονται πεντακάθαρα και διάφανα.

Αναστάτωση και ύψος, αυτά είναι τα συναισθήματα που έχω διαβάζοντας, τελειώνοντας το βιβλίο "Ματωμένα χώματα". Έχουμε πια τη Βίβλο της σύγχρονης Εξόδου του μικρασιατικού Ελληνισμού, πυκνωμένη σ’ ένα μύθο στέρεο και άρτιο.

Μα αν αυτό είναι το υλικό του βιβλίου, το ουσιαστικό του περιεχόμενο είναι πολύ πλατύτερο και το νόημά του πολύ πιο μεγάλο. Έχουμε ένα δικό μας Πόλεμο και Ειρήνη που ανάλογα με το ανάστημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας - σε σύγκριση με τη ρωσική του τέλους του 19ου αιώνα - δεν έχει καθόλου μικρότερη σημασία από το αριστούργημα του Τολστόϊ. Πιστεύω ότι πρόκειται τουλάχιστον για το καλύτερο πεζό νεοελληνικό δίπτυχο: ειρήνη - πόλεμος, για την αρτιότερη μετάπλαση σε επική πρόζα μιας μεγάλης και βαρυσήμαντης εθνικής περιπέτειας. Οι πίνακες από την ειρηνική ζωή και προπαντός οι πίνακες από τον πόλεμο είναι συνταρακτικοί, ενώ η σύνθεσή τους μας περνάει σοφά από τις μικρές στις μεγάλες κλίμακες του πάθους, από το προσωπικό στο γενικό για να μας ξανοίξει τελικά μια μεγαλειώδη συνολική θέα της ανθρώπινης μοίρας που πλάθεται με τα αίματα και τα δάκρυα των γενεών. Αυτό το πετυχαίνει το αφήγημα της Διδώς Σωτηρίου χωρίς ούτε στιγμή να ξεφεύγει από το θέμα, χωρίς να φιλοσοφεί ή να γενικολογεί. Μας δίνει την υψηλή σκοπιά, που από κει μπορεί να δει κανείς σε βάθος και σ’ έκταση, ν’ αναμετρήσει τη συνολική ανθρώπινη περιπέτεια, την πεμπτουσία της ιστορικής πείρας, ν’ ατενίσει το μέλλον με καθαρό μάτι, και να βαθύνει τη συνείδησή του. Ο σκοπός του δεν είναι ν’ αναπαραστήσει αμέτοχα, αδιάφορα τις ατομικές περιπέτειες των ηρώων και ενός πληθυσμού που παρασύρθηκε σε φριχτή κόλαση. Είναι να δείξει το βάθος των πραγμάτων, να διαφεντέψει τις πολύτιμες ανθρώπινες αξίες, να βοηθήσει στην κατανόηση, να μας γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό μας και τους άλλους.

Για να φτάσει σ’ αυτό, φυσικά, δεν ανίχνευσε μυστικούς δρόμους, εσωτερικούς δαιδάλους που οδηγούν τελικά στο Μινώταυρο της αγιάτρευτης αμφιβολίας. Διάλεξε τους ίσιους δρόμους των αισθήσεων, της πείρας, του λογικού, της γνώσης, της πιο επιστημονικής μεθόδου. Διεκδικώντας ταυτόχρονα αδιάλλαχτα τα δικαιώματα της καρδιάς, μη παραχωρώντας ούτε σπιθαμή της στα μηχανοκίνητα της οποιασδήποτε "τετράγωνης" λογικής. Με το ίδιο πάθος που διαφεντεύει τα γενικά, μάχεται για την υπόθεση της προσωπικότητας, των αισθημάτων, των αποχρώσεων.

Αυτή περίπου είναι η σημασία του έργου, η ουσία του. Όπως κάθε δημιούργημα μεγάλης πνοής, παρουσιάζει άπειρες πλευρές, φέρνει σ' επικαιρότητα ένα πλήθος προβλήματα και ζητήματα, φιλοσοφικά, ιστορικά, αισθητικά…

Η Διδώ Σωτηρίου από παιδί βρίσκεται πρώτα ανάμεσα σε μια οικογένεια που ξεπέφτει οικονομικά και κοινωνικά, σε γονείς που κάνουν τραγική προσπάθεια να προσγειωθούν. Ύστερα ζει την όλη τραγωδία του ξεριζωμού, της σφαγής και της προσφυγιάς, μ’ όλα όσα περιέχει αυτή η λέξη. Ζει τις αντιφάσεις της ελληνικής κοινωνίας μετά το 22, οξυμένες στο κατακόρυφο, και τις ζει ακριβώς στο επίκεντρό τους. Κι όσα ακολουθούν, κάθε άλλο παρά χαλαρώνουν την ένταση: δικτατορία, κατοχή, εμφύλιος πόλεμος, σημερινή κρίση. Είναι υπεραρκετά για να φορτίσουν την ευαισθησία μιας καλλιτεχνικής φύσης με την ενεργειακή τάση που χρειάζεται η δημιουργία…

Η Διδώ Σωτηρίου δεν έπαιξε στο μαύρο ούτε στο ζερό. Ποντάρει στο κόκκινο, που είναι η σημερινή πληβεία πίστη, η κατάργηση της ανθρώπινης δουλείας και του πολέμου, ο θρίαμβος της αγάπης…

Δεν μπήκε στην κατάψυξη της άμορφης και κρύας μάζας των γεγονότων, των εικόνων, των αποδείξεων. Έβαλε τη θέρμη των δικών της ιδεών, συνειδητά, φροντίζοντας να μην τις προδώσει: να μην κατασκευάσει πλαστές αποδείξεις, αφού οι γνήσιες αφθονούν, να μην παραμορφώσει τον κόσμο για να τον διορθώσει. Πρόκειται για την πιο ευτυχισμένη ως τώρα σχετική περίπτωση στα γράμματά μας, νομίζω. Θ’ άξιζε λοιπόν να μιλήσει κανείς πιο ανοιχτά πάνω σ’ αυτό, παίρνοντας αφορμή από τα «Ματωμένα Χώματα»…

Τέλος αξίζει να προσέξουμε ιδιαίτερα τον τρόπο που συνθέτει η συγγραφέας την προσωπική περιπέτεια του ήρωα και αφηγητή με τη γενική κρίση, φθάνοντας στο αρτιότερο αποτέλεσμα που είδαμε τα τελευταία χρόνια…