Κοτζιάς Αλέξανδρος, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, «Δημήτρης Χατζής. Το τέλος της μικρής μας πόλης, 1963»
 
Αθήνα 1982, Κέδρος, σσ. 182-184
 
 
 

Μ' ένα μικρό αντιστασιακό μυθιστόρημα, τη Φωτιά, πρωτοεμφανίστηκε στα 1946 ο Δημήτρης Χατζής. Μολονότι πρωτόλειο και τόσο συνυφασμένο με τη φλεγόμενη τότε επικαιρότητα την οποία καλλιτεχνικά δεν μετουσιώνει, το βιβλίο εκείνο αποκάλυπτε τον δυνάμει αυθεντικό πεζογράφο και έδινε τις καλύτερες υποσχέσεις για τη μελλοντική του ολοκλήρωση. Υποσχέσεις, που ευτυχώς πραγματοποιήθηκαν ήδη. Κάποια διηγήματα του που δημοσιεύτηκαν τελευταία σε περιοδικά, ανθολογήθηκαν από τον Ηρ. Αποστολίδη ή ακούστηκαν από τη Ραδιοφωνική Βιβλιοθήκη, φέρουν τον Χατζή ως μία από τις πιο επίλεκτες μονάδες της μεταπολεμικής μας πεζογραφίας.

Ανάμεσα στα δύο τούτα άκρα βρίσκονται τα επτά τόσο άνισα μεταξύ τους αλλά και ανισομερή διηγήματα αυτού του τόμου. Σελίδες πορείας, αναζητήσεων, σοβαρών - πολύ σοβαρών - επιτευγμάτων, αλλά και αναπόφευκτων καθιζήσεων ή ολισθημάτων αν και γραμμένες πριν από αρκετά χρόνια, τώρα για πρώτη φορά παρουσιάζονται στο ελληνικό κοινό συγκεντρωμένες σ' ένα βιβλίο, άλλες για να προσφέρουν γνήσια αισθητική χαρά και να συναρπάσουν τον αναγνώστη, άλλες για να καταδείξουν μόνο πόσο αιματηρός είναι ο γολγοθάς που πρέπει ν' ανηφορίσει ο δημιουργός για να κατακτήσει την άρτια, την αψεγάδιαστη σύνθεση και ν' απαλλαγεί από τις σειρήνες της κάθε ευκολίας.

Ο χώρος - κάποια τυπική επαρχιακή πόλη, που αν και δεν κατονομάζεται, προφανώς είναι τα Γιάννενα. Ο χρόνος - η τελευταία προπολεμική δεκαετία η δεκαπενταετία ως την Κατοχή. Αυτά τα δύο, χώρος και χρόνος, που πλαισιώνουν σταθερά και τα επτά διηγήματα, αποτελούν κατά τις προθέσεις του συγγραφέα τους ουσιαστικούς πρωταγωνιστές του βιβλίου. Ο βραδύς οικονομικοκοινωνικός μετασχηματισμός του πρώτου μέσα στον δεύτερο, οι μεταστοιχειώσεις που ανακύπτουν στην απόμακρη και ασφυχτικά αποτελματωμένη ελληνική γωνιά σαν απόηχος κάποιων γενικότερων ριζικών ανακατατάξεων, προβάλλουν ως ο κύριος στόχος του. Οι άνθρωποι του (που κάποτε επανέρχονται οι ίδιοι σε διάφορα διηγήματα) μετατοπίζονται έτσι σ' ένα δεύτερο επίπεδο ενδιαφέροντος, μεταπίπτουν σε μοιραία ενεργούμενα, και τις αντιδράσεις τους αναπότρεπτα τις υπαγορεύουν απρόσωπες δυνάμεις, που ο συγγραφέας κατέχει το κλειδί τους.

Σαν διακριτικός χρονικογράφος βρίσκεται κει για να καταγράψει από κάποια απόσταση και με κάποια εμφανή απάθεια τις "προκαθορισμένες" αυτές αντιδράσεις, να διαχωρίσει τα πρόβατα από τα ερίφια, ν' απονείμει εύσημα ή να προαγγείλει τον επικείμενο θάνατο του "σεσηπότος"· και πάντως, όχι για να ταυτιστεί με τον εσώτερο πυρήνα των (οποίων, "καλών" ή "κακών") ηρώων του, να θερμανθεί και να θερμάνει. Δηλαδή, από την άποψη αυτή τα πράγματα απλουστεύονται μέχρι αφέλειας, και αν ήταν μονάχα τούτο, δε θα 'χε να παρατηρήσει κανείς άλλο τίποτε παρά την αφηγηματική ευστροφία του συγγραφέα, την ωραία παραδοσιακή δημοτική του, την περιγραφική του λιτότητα, την επιλεκτική του δεινότητα στις μικρές ολοζώντανες λεπτομέρειες κ.ο.κ. - προϋποθέσεις βέβαια, για ένα τεχνίτη του λόγου, όχι όμως και επαρκή στοιχεία για την τελείωση ενός έργου.

Ωστόσο, να που ο οίστρος δουλεύει ακοίμητος πίσω από τα σχηματικά και προγραμματισμένα. Και ξεσπάει ακατάσχετος, καταθρυμματίζοντας τα στενά καλούπια για να δώσει πιο ατόφια διηγήματα, που η ανθρώπινη ανάσα τους κατά πολύ υπερβαίνει (και εντέλει καταλύει) προθέσεις και στόχους αλλότριους. Δύο κείμενα αυτοδύναμα, αυθύπαρκτα, μεστά από ουσία και γεύση ζωής, που απλώνονται στις μισές περίπου από τις σελίδες του τόμου. Είναι "Ο ντέτεκτιβ" και "Η διαθήκη του καθηγητή", που ασφαλώς το τελείως περιττό διδακτικό επιμύθιο της θα πρέπει να έχει πια διδάξει τον συγγραφέα ποιος είναι ο πραγματικός δρόμος και τα όρια του καλλιτέχνη.

Το πρώτο, μια παθητική, γεμάτη συγκίνηση και πίκρα αναπόληση μιας χαμένης ζωής, μιας ζωής που πριν ανθίσει μαράθηκε μέσα στο τέλμα, δίνεται με μοναδική ευρηματικότητα. Το δεύτερο συνθέτει πάλι έναν εξαίρετο πίνακα επαρχιακής καθημερινότητας, όπου, κάτω από την ακύμαντη καθωσπρέπει επιφάνεια, κοχλάζουν τα λυσσασμένα πάθη των μικροαστών και οι μηχανορραφίες τους υφαίνουν έναν αξιοθαύμαστο δηλητηριώδη ιστό αράχνης, ικανό να ντροπιάσει και τον ίδιο τον Σατανά. Έκτυπες, ολοζώντανες προβάλλουν εδώ οι μορφές του μακαρίτη καθηγητή, όλο ευγένεια και αυτοεγκατάλειψη, του καιροσκόπου επαρχιώτη δημοσιογράφου, της ακόρεστης γυναίκας του με την παραγνωρισμένη καλλονή κ.ο.κ., ενώ στις ιδιαίτερα καλογραμμένες σελίδες του συμβολαιογράφου Σκλήθρα ακούγεται ένας τόνος ανόθευτης ρωμαίικης νοσταλγίας. Όσο για τον αμίμητο λοχαγό Λιαράτο (η επανεμφάνιση του στο απαράδεκτο τελευταίο διήγημα απλώς τον καταστρέφει και πρέπει ν' αγνοηθεί), τον εκ πεποιθήσεως και παντελώς ανιδιοτελή δολοπλόκο που νύχτα - μέρα βυσσοδομεί μόνο και μόνο για να μπορέσει ν' ανακράξει: "Όλοι μηδαμινότητες!", η σύλληψη του και η παρουσίαση του είναι ομολογουμένως ένα απόκτημα.

Μεσημβρινή, 5/7/63