Ραυτόπουλος Δημήτρης, Κρίσιμη λογοτεχνία, «Η μικρή μας πόλη των ιδεών και το νεοελληνικό μάθημα του Δ. Χατζή»
 
Αθήνα 1986, Καστανιώτης, σσ. 93-105
 
 
 

Το τέλος της μικρής μας πόλης

 

... και τίποτ" άλλο ποτέ δεν συμβαίνει

(«Ό ντέτεκτιβ»)

 

Στη μικρή μας πόλη των ιδεών δεν συμβαίνουν πολλά επίσης. Από τα λίγα, τα τελευταία χρόνια, συμβάντα είναι η φουσκοδεντριά της πρόζας που δένει τους καρπούς της πιο βαριάς και συγκλονιστικής νεοελληνικής εμπειρίας.

Ας μην πούμε ότι είναι ανώτερη η σημερινή πεζογραφική άνοιξη από κείνη την περιβόητη του «’30». Το θέμα δεν είναι καν ποια λογοτεχνία είναι ανώτερη. Πολύ πιο επείγον και θετικό είναι να δούμε τη νεότητα της, τη σημερινότητά της κι όχι, βέβαια, με τη ληξιαρχική έννοια.

Ωστόσο, αυτή η άνοιξη που εισβάλλει από τις τέσσερις πύλες της μικρής μας πόλης έχει μια παράξενη αντιυποδοχή.

Οι μεγάλοι τιτλούχοι στις αρμόδιες καρέκλες τυχαίνει να μη φτάνουν να δουν πάνω από το τραπέζι. Που ένας Ξενόπουλος, ένας Παλαμάς, να βγει στην πλατεία, πάνω σ' ένα μπαλκόνι, να υποδεχτεί τους καινούριους, να παραδώσει. Αυτοί στις καρέκλες μοιάζουν μάλλον πελάτες μπαρμπέρικου, γερμένοι πίσω με μισόκλειστα μάτια. Ληξιπρόθεσμοι, παρατείνονται με επανεκδόσεις, της δεύτερης έκδοσης μάλιστα, της διορθωμένης — της συμμαζεμένης δηλαδή. Αυτοπιπιλιζόμενοι, θέλουν να πείσουν ότι το τέλος του ταλέντου τους, ό μη γένοιτο, θα σήμαινε το τέλος της λογοτεχνίας, ότι το μηνυματάκι τους ισχύει για σύνθημα αναγνωρίσεως της πνευματικής ευγένειας στους αιώνες. Πότε πότε αισθάνονται την ανάγκη ολίγου... κινδύνου. Προσέχουν τότε ένα νέο παιδί που κατεβαίνει στη λογοτεχνία μοιράζοντας αδέσποτες καταλυτικές γροθιές η φτυσιές και το παίρνουν με το καλό. Χτυπήματα στον ώμο, «μπράβο, μπράβο, αντάρτη...» κι είναι ειλικρινείς: θαυμάζουν εαυτούς. Δεν είναι μικρό πράγμα να αισθάνεσαι τον ηδονικό ίλιγγο της πνευματικής αποκοτιάς πάνω από το ύψος... μιας καρέκλας όπου στρογγυλοκάθεσαι; «τι ριψοκίνδυνοι που είμαστε!»

Ας μη γελιόμαστε. Οι παλιοί φταίνε όσο φταίνε πάντα οι παλιοί. Αν αυτή τη φορά παραμπαγιάτεψαν, είναι γιατί έτυχαν πάνω στη μεγάλη κρίση. Ήταν οι τελευταίοι που μπορούσαν να δώσουν μια πιο φρόνιμη δεύτερη έκδοση του πρώτου βιβλίου∙ γιατί ήταν οι τελευταίοι που το μπορούσαν αλλάζοντας μόνο λίγες φράσεις η ακόμα κι ένα όνομα σκύλου... Κυνισμοί!

Από δω και πέρα δεν υπάρχουν καλά βιβλία με βλάσφημες φράσεις και λέξεις. Υπάρχουν επικίνδυνα βιβλία κι ας είναι μ' όλες τις καλές φράσεις και με ανεπίληπτα καθημερινά ονόματα ανθρώπων και σκύλων. Και επίσης βλάσφημα βιβλία με κυνισμό, με υβρεολόγιο, με δυναμίτες πίκρας, που κάποτε δεν ξέρεις τι μπορεί ν’ ανατινάξουν και τι ν' αφήσουν όρθιο.

Αυτοί που τώρα πια βρυκολάκιασαν είχαν έρθει κάποτε στεφανωμένοι με παπαρούνες, που φάνταζαν και για μεγάλες πληγές, με τα χέρια γεμάτα μανιφέστα, νεο-ισμούς που είχαν φάει κιόλας το ψωμάκι τους σε Δύση κι Ανατολή, φλάμπουρα που από τη μια όψη εξάγγελναν τη Δεύτερη Παρουσία και από την άλλη το φροϋδισμό. Στις αποσκευές τους λασπωμένα κράνη αλλά και κοστούμια γκολφ, φυλαχτά δίπλα σε αναρχικά φυλλάδια, διευθύνσεις χαμένων συντρόφων μαζί με υψηλές συστατικές επιστολές και κομματαρχικά μπιλιέτα. Οι υποσχέσεις της μεγάλης γραφειοκρατίας σε μια νέα μικρή ιντελιγκέντσια μπαντάριζαν μια χαρά τις γρατζουνιές μιας περιπέτειας φτηνών ιδανικών οπού άβουλα στο κάτω κάτω είχαν συρθεί.

Τα πράγματα είναι τώρα πολύ διαφορετικά. Στον κορυφαίο αναβαθμό οπού έχει υψωθεί η νεοελληνική πείρα με τα βιώματα της Αντίστασης και του εμφύλιου πολέμου και στον κρισιμότατο προβληματισμό οπού ακροβολίζεται η συνείδηση παγκόσμια, δεν γίνεται να υποκατασταθεί στη λογοτεχνία μια οποιαδήποτε ανώδυνη απομίμηση, καμιά αυταρέσκεια, καμιά φρασεολογία και, φυσικά, καμιά ευκολοδιόρθωτη πρώτη έκδοση. Γιατί, καθώς λέει ο ποιητής, ...δε φτάνει πια η σιωπή, δε φτάνουν πια τα λόγια.

Με τέτοιο βαρύ αυτοπροσδιορισμό, η νέα πεζογραφία, όπως η νεοτάτη ποίηση, διαφεντεύει τα ανθρώπινα συμφέροντα από πολλές ταυτόχρονα σκοπιές, η σε πολλαπλούς φλοιούς, σε πολλές επάλληλες ζώνες ως τον πυρήνα της ανθρωπιάς, την ξεχωριστή κι ανεπανάληπτη αξία του ανθρώπινου προσώπου.

Στο επίσημο πνευματικό πρωτόκολλο, λοιπόν, αυτή η λογοτεχνία, το κύριο σώμα της τουλάχιστον, είναι ανύπαρκτη. Και όπως είπαμε, και για τους λόγους που είπαμε, ποτέ ως τώρα στο χρονικό των γραμμάτων μας δεν στάθηκε τόσο στείρα και πεισματική καρεκλοκρατία.

 

Θα ’λεγε κανείς ότι το ρήγμα στην πεζογραφία μας είναι πολύ πλατύ για να γεφυρωθεί κι ότι, μαζί με τ' αλλά, είναι και η έλλειψη κατανόησης ανάμεσα στις γενιές. Οι ήρωες του Συνταγματάρχη Λιάπκιν π.χ. δεν έχουν καμιά συνέχεια στα πρόσωπα της Καγκελόπορτας και ανάμεσα στους φαντάρους της Ζωής εν τάφω και τους Κεκαρμένους ή τους εφήβους της Ερόικας και του Φύλλου διαφεύγει κάποιος γεωλογικός αιώνας. Το κενό είναι ολοφάνερο. Επιστροφές είδαμε πολλές και μερικές μάλιστα λαμπρές, όπως η μικρασιατική αναδρομή της Διδώς Σωτηρίου. Παρέμεναν όμως ελλείποντες κρίκοι που τους έχασε το ανεκδιήγητο φιάσκο του Γ' Ελληνικού Πολιτισμού και η κατοπινή μεγάλη περιπέτεια.

Αρχίσαμε να πιστεύουμε πως είχαμε χάσει οριστικά τους συνδέσμους των γενεών, σε κάποια μάχη ίσως. Η διηγηματογραφία του Δημήτρη Χατζή στην «Επιθεώρηση Τέχνης», εδώ και λίγα χρόνια, ξέφραζε ένα δρόμο που ένωνε με τους προηγούμενους σταθμούς. Κι όταν φάνηκε η δουλειά αυτή σε τόμο, έγινε καθαρό κάτι πολύ σπουδαίο: τα επτά διηγήματα έδεναν επτά γερούς κρίκους στη σπασμένη συνέχεια της νεοελληνικής πεζογραφίας. Ο δρόμος που ξέφραζε ο Χατζής δεν ήτανε δρόμος επιστροφής αλλά μια χοντρή αρτηρία που άνοιγε προς το μέλλον. Ίσως ποτέ άλλοτε στα γράμματα μας 150 πεζογραφικές σελίδες δεν αναλάβαιναν μια τόσο μακρινή και επικίνδυνη αποστολή και, οπωσδήποτε, κάτι τέτοιο δεν έγινε ποτέ με τόση λιτότητα και μετριοπάθεια, με τόση τόλμη και περίσκεψη μαζί.

Η αναδρομική σύνδεση της νεοελληνικής κοινωνικής συνείδησης στη λογοτεχνία δεν θα μπορούσε ίσως να γίνει με πιο πειστικό τρόπο. Νέες ζωντανές ιδέες στο σπαρτάρισμα της γέννησης τους και ελεγειακή συναισθηματική διάθεση απέναντι στο παλιό που σβήνει, συνθέτουν μια διπλή και φαινομενικά αντιφατική στάση. Αλλά δεν υπάρχει καμιά αντίφαση, η υπάρχει η αυθεντική και ζωτική αντίφαση που κάνει τη δραματική έκφραση την πιο ολοκληρωμένη και ενιαία σύλληψη, από τη λογοτεχνία, της ανθρώπινης πραγματικότητας. Απέναντι στο δόγμα του έπους, η τραγωδία ήρθε να γεφυρώσει το χάος στη φυλετική και ατομική ψυχή με τη διαλεκτική της, που φάνηκε κάποτε σαν μοίρα.

 

Γνήσια δραματική-αντιδογματική είναι η σύλληψη στον Χατζή. Η δραματική ατομική «περίπτωση», δίπλα σ’ άλλη αντίθετη, χάνει τον περιπτωσιακό χαρακτήρα της, το τυχαίο, η άποψη της μιας είναι άρνηση της άλλης. Η σύγκρουση ανάγεται έτσι στο επίπεδο της τραγωδίας, οπού αντιμέτωπος δεν στέκεται ο σπιτικός άνθρωπος με τις δυνατότητες της προσωπικής του εκλογής, αλλά ο άνθρωπος μιας εποχής με τις ιστορικές δυνάμεις που την κινούν, που αποτελούν τη δυναμική της κατάσταση. Από κει ξεκινάει η ελεγειακή διάθεση του συγγραφέα. Το χαμόγελο της θλίψης του απευθύνεται στους παγιδευμένους, στους μοιραίους παλιούς, τους κληρονόμους, τους αιώνιους χτυπημένους ανθρώπους. Αυτό που αντιπροσωπεύουν υπήρξε χτες αξία και ευγένεια και χάρη σ’ αυτό υπάρχει το καινούριο σήμερα. Δεν είναι μια στάση επιείκειας, όσο είναι δικαιοσύνη, κατανόηση:... αλέθεται ο άνθρωπος με τούτο και κείνο και το ’να και τ’ άλλο, με το σήμερα και με τ’ αύριο, δεν προφταίνει μια στιγμή να σταθεί και να ιδεί τι γίνεται ολόγυρα του, μας λέει για τον Σιούλα τον ταμπάκο.

Ως εδώ όμως δεν έχουμε τραγωδία. Η φθορά, η αυτοκατανάλωση του παλιού είναι σαν ένα φυσικό φαινόμενο, η αντικατάσταση του είναι άλλη υπόθεση, πολύπλοκη. Αν το παλιό γκρεμιζόταν με δική του μόνο δαπάνη, θα ήμαστε όλοι δακρυσμένοι στην κηδεία. Αλλά τότε δεν θα ήταν καν παλιό, γιατί δεν θα πρόφταινε να παλιώσει. Το παλιό είναι αδιανόητο χωρίς το καινούριο, δηλαδή χωρίς σύγκρουση με κάτι που το αρνιέται. Η ληξιπρόθεσμη και αφύσικη κυριαρχία του παλιού δίνει τις τραγικές διαστάσεις στην εποχή, γιατί αυτή η κυριαρχία παρατείνεται με θυσία νέων ζωντανών δυνάμεων κι εξαπολύοντας τις Ερινύες πάνω στα χάη που δημιουργούνται.

Η σύλληψη της πραγματικότητας εδώ είναι βασικά τραγική. Ο συγγραφέας άλλωστε τη δηλώνει με την αναφορά (και αναίρεση μαζί) που κάνει, με τον τίτλο του βιβλίου και με την αρχή του Ντέτεκτιβ, σ' ένα δράμα του Θόρντον Γουάιλντερ, ανατρέποντας την επίφαση της αρμονίας της πατροπαράδοτης τάξης. Βέβαια, θα μπορούσε κάτι τέτοιο να ήταν ξώπετσο, πνευματικό παιχνίδι η φιλολογικός αστεϊσμός. Ολόκληρη όμως η συγκρότηση της δημιουργίας του Χατζή είναι δραματική. Οι τύποι του είναι «πρόσωπα», με την έννοια που τα θέλει το θέατρο, δηλαδή πρόσωπα πυκνά και εξωτερικευόμενα σε δράση, διαλεγόμενα. Η αφηρημένη η ανισομερή αφήγηση, ο εσωτερικός μονόλογος, ο υπαινιγμός, δεν έχουν πουθενά θέση σ' αυτή την πρόζα. Η μικρή παλιά πόλη με τα μεσαιωνικά της ερειπωμένα τείχη και το κάστρο είναι μόνιμο σκηνικό η φόντο σ' όλα τα διηγήματα. Η τεχνική τους μοιράζεται ανάμεσα στη διηγηματική (της νουβέλας μάλλον) και τη δραματική. Τέλος, μια μπρεχτική αντίληψη πνευματικής δράσης είναι φανερή εδώ κι εκεί: Οι αναγνώστες μου, αν ωφελήθηκαν κάτι μ' αυτά που τους είπα, μπορούν, νομίζω, να παραιτηθούν από τη -συνέχεια - μπορούν αυτή τη συνέχεια να τη δουν, να τη βρουν οπού θέλουν ανάμεσα τους (Η Διαθήκη του καθηγητή).

Επιμένω κάπως στη δραματική σύλληψη, γιατί πιστεύω ότι αποτελεί την ειδολογική απόδειξη της γενικής πνευματικής θέσης και της μεθόδου του συγγραφέα, που είναι πριν από κάθε τι άλλο αντιδογματική. Σπάνια κατορθώθηκε από ένα συγγραφέα αυτή η λαμπρή χρήση μεθόδου εννοώ τη συνειδητή χρήση και τη μαρξιστική διαλεκτική μέθοδο.

O Χατζής έχει ιδέες και μέθοδο, δεν έχει όμως a priori συμπεράσματα. οι κρύες μήτρες της προκατασκευασμένης αλήθειας και της ανυποψίαστης βεβαιότητας δεν είναι κατάλληλες όταν πρόκειται για τη ζεστή ανθρώπινη σάρκα. Κι αλλιώς, η ζωή δεν υπάρχει για ν' αποδείχνει τη σκέψη, τις θεωρίες, τις ιδέες, αλλά οι ιδέες για να ερμηνεύουν τα φαινόμενα της ζωής και να την υπηρετούν. Πάνω στον κόσμο της Μικρής μας πόλης δεν παρακολουθούμε την προβολή ιδεών, αλλά, αντίθετα, ολόκληρος αυτός ο κόσμος προβάλλεται μπροστά στο δικό του φως και οι ιδέες δοκιμάζονται κάτω απ' αυτό. Φτάνει η μέθοδος για κάτι τέτοιο; Αναμφισβήτητα όχι. Δεν είναι αρκετή η μέθοδος που -όταν δεν την κακομεταχειρίζεσαι- σου δίνει απλές δυνατότητες: Κάνει ίσως πιο σοφή την ευαισθησία, δεν μπορεί όμως να την αντικαταστήσει. Αντίθετα, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να αφαιρέσει την ευπάθεια του δέκτη απέναντι στο εξαιρετικά πολύπλοκο και ιδιόμορφο των ανθρώπινων προβλημάτων, με τη δυνατότητα που δίνει επίσης σε απλουστεύσεις η σχηματοποιήσεις. Πραγματικά, η οποιαδήποτε μέθοδος, και μάλιστα όσο πιο καθαρή είναι, δημιουργεί κατά τη θεώρηση των φαινομένων, με τις σχετικά εύκολες επαληθεύσεις που βρίσκει στα γενικά, την εντύπωση ενός θριάμβου του νου, που μπορεί να φτάσει ως τη ναρκισσική αυτάρκεια, ενώ την ίδια στιγμή χάνει τη μάχη, γιατί κατάκτησε μόνο το νεκρό κέλυφος της αλήθειας χωρίς το περιεχόμενο της: αντιφάσεις, συγκρούσεις, σχετικότητες που αποτελούν ίσα ίσα το δραματικό στοιχείο, δηλαδή το πιο ζεστό ανθρώπινο στοιχείο που ενδιαφέρει τη λογοτεχνία.

Με το Τέλος της μικρής μας πόλης έχουμε ένα πυκνότατο και γλαφυρότατο διάγραμμα της κοινωνικής μας περιπέτειας από κει που την άφησαν οι γενιές του μεσοπολέμου, ως εκεί που την παραλαβαίνει η γενιά της Αντίστασης. Ο Χατζής έφερε σε πέρας αυτή τη δύσκολη αποστολή που έπρεπε να καλύψει ένα μεγάλο ρήγμα στο νεοελληνικό μύθο. Δεν θα μπορούσε να το κατορθώσει αν δεν διέθετε μεγάλο ταλέντο και γνώση που του επέτρεψαν ν’ αφομοιώσει την παράδοση ολόκληρης της νεοελληνικής πεζογραφίας. Ποια είναι αυτή η παράδοση; Πρώτοι και καλύτεροι οι μεγάλοι ηθικοί της γραμματολογίας μας, ο Μακρυγιάννης, ο Βιζυηνός, ο Παπαδιαμάντης, ο Παπαντωνίου. οι λογικοί, οι άτεγκτοι, ο Καρκαβίτσας, ο Ροΐδης, ο Καραγάτσης. οι προφητικοί, ο Θεοτόκης, ο Βουτυράς. Οι τυπίστες, οι σαρκαστές, οι μεγάλοι μαστόροι του μύθου και του ύφους, οι παλιοί διδακτικοί και οι σύγχρονοι οργισμένοι. Ο αμνός και ο λόγος, η αγιαστούρα και η ρομφαία, το ήθος και το πάθος των νεοελληνικών.

Χωρίς άλλο, η θεία μας η Αγγελική είναι μια επιβίωση από τις Σκιαθίτισσες γριές, την Αποσώστρα, τη Λούκαινα, τη Συντέκνισσα, που φέρνει την καρτερία, τη γλύκα της ταπεινής τους σοφίας και της αθωότητας με την ατοφιοσύνη, τη στρογγυλάδα του λαϊκού λόγου ως τις μέρες της κατοχής - της μεγάλης πονηρίας. Μα ό,τι φοράει παλιά ρούχα δεν είναι απαραίτητα παλιό. Η αρετή και η καλοσύνη μπορεί κάποτε ν’ αλλάξουν περιεχόμενο όνομα, κι έχουν βέβαια αλλάξει αρκετές φορές, μα παραμένουν στην προμετωπίδα της ανθρώπινης ευγένειας. Θα τολμήσω να πω ότι ο Χατζής, ανακαλώντας για μας τη γλύκα και την ευγένεια ενός περασμένου κόσμου, αποκαλύπτει ουσιαστικά το δράμα ενός αυριανού καλύτερου αιώνα του ανθρώπου. Το αυριανό προϋπάρχει μέσα στο χθες και είναι εκείνο που μας φαίνεται σαν ένα φιλικό γνέψιμο, σαν ένα κλείσιμο του ματιού από σοβαρές παλαιικές μορφές. Αυτές οι λαϊκές γριές που αιώνες μαζεύανε το έθνος μας γύρω από το τζάκι διδάσκοντας γλώσσα και πείρα, δεν μπορούν ν’ αντικατασταθούν στη σημερινή εθνική μας πολυκατοικία παρά μόνο από τη λογοτεχνία. Και η λογοτεχνία, για ν’ ανταποκριθεί στις σημερινές μας ανάγκες της λαλιάς και στις αγωνίες μας, πρέπει ν' αποτελεί μια συνέχεια, παράδοση κι επανάσταση.

Αυτά με τους τελευταίους αγαθούς της μικρής μας πόλης. Καθώς βρέθηκαν έτσι ξαφνικά μεταξύ μας, παλαιικοί και ανύποπτοι ανάμεσα στους αγωνιακούς, νευρωτικούς, ηττημένους, στους συνειδησιακούς της σημερινής πρόζας, ξεχώρισαν σαν ένα βιβλικό ανέκδοτο. Παραλίγο θ’ αρχίζαμε να σκουντιόμαστε συναμεταξύ μας: «Από που έρχεται πάλι κι αυτό το φρούτο;». Μα η κούραση τους μας επιβάλλει αμέσως το σεβασμό. Συνεχίζοντας την ύστερη σελίδα του Παπαδιαμάντη, έρχονται να μας ιστορήσουν στο ίδιο γλυκό ήθος τη μεταγενέστερη περιπέτεια της υποταγής. Τελευταίοι τίμιοι της πατροπαράδοτης τάξης, θα παραδεχθούν το τέλος της, όπως ο Σιούλας ο ταμπάκος, θα παραιτηθούν μ' ένα παράπονο, όπως ο μπάρμπα-Σπούργος, θα πέσουν με βιβλική πίστη, όπως ο Σαμπεθάι Καμπιλής, η θα την καταγγείλουν με τη διαθήκη τους, όπως ο καθηγητής Ιάκωβος Ραλλίδης με το ωραίο μεταθανάτιο μάθημα του. Αν μπόρεσαν πολύ, λίγο η τίποτα, είναι άλλη ιστορία, μα ο καθένας πορεύτηκε με κάποιο δικό του εσωτερικό φως. στους καιρούς που ζήσαμε μετά, είδαμε τον Σιούλα τον ταμπάκο η κάποιον που του 'μοιάζε να πασχίζει συνειδητά πια να συντονίσει το βήμα του, κάποιον Σπούργο να συλλαβίζει επαναστατικές θεωρίες, πολλούς Ιάκωβους Ραλλίδηδες ν’ αποτελειώνουν το μάθημα. Ήταν οι γέροι μας της Αντίστασης και ο Χατζής το ξέρει αυτό, γιατί είναι ο ίδιος συγγραφέας που μας αφηγήθηκε τη συγκινητική τους εξέλιξη, πρωθύστερα, κάπου είκοσι χρόνια πριν από τη μικρή πόλη. Δεν είναι λοιπόν τόσο παλιοί...

Τα στηρίγματα της κοινωνίας, τα αρπαχτικά, τα ψοφίμια, τα πρόσωπα της παρακμής και της αποσύνθεσης είναι ο δεύτερος μεγάλος κύκλος της μικρής μας πόλης κι έχουνε την πιο πλούσια κλίμακα: Από το φτωχό διάβολο, τον κυρ Αντώνη τον Τσιάγαλο του Τάφου, που πέφτει κι ο ίδιος θύμα των νέων συνθηκών, ως το λοχαγό Λιαράτο της Διαθήκης, τον ποιητή αυτό της κοινωνικής διαστροφής, και ως την απίστευτη οικογενειακή κόλαση του Περδικαρέικου.

Εδώ, πραγματικά, ο Δ. Χατζής δείχνεται τυπίστας μεγάλης ολκής και ταυτόχρονα σατιρικός και ηθικός που ξεπερνάει τα όρια της λογοτεχνίας μας. Η Διαθήκη τον καθηγητή είναι η πιο λαμπρή ποικιλία των στηριγμάτων της κοινωνίας. Από τους τιτλούχους της κοσμικής και θεϊκής εξουσίας ως τις μεγάλες κάσες της αγοράς, τους διαμορφωτές της κοινής γνώμης και τους ερασιτέχνες... Ανεπανάληπτος και μοναδικός τύπος ο λοχαγός Λιαράτος, αυτός ο προφήτης της παρακμής, ο μεθοδικός και ψυχρός Ιάγος που απολαμβάνει την αποσύνθεση, σκαθάρι του κοινωνικού βόθρου. Ανεπίληπτος κατά τα αλλά:

 

Δεν έπινε, δεν έπαιζε, δεν κυνηγούσε γυναίκες. Να φαίνεται η αλήθεια για τον καθένα, να λάμπει η αλήθεια, αυτό ήταν το δικό του πάθος, το τίμιο πάθος του. Δεν εχθρευόταν κανέναν προσωπικά, ξεχωριστά. Ούτε χαριζόταν σε κανένα. Και δεν ήταν δική του η ευθύνη αν τα νέα που μάζευε και σκορπούσε όλη μέρα δείχνανε την αλήθεια για τον καθένα.

-Ορίστε, λοιπόν... Μηδαμινότητες όλοι...

Γι’ αυτό το επιμύθιο ζούσε...

 

Πάνω στον Λιαράτο μπορεί να γραφτεί ένα δοκίμιο κοινωνικής ψυχολογίας της εσχάτης παρακμής. Δεν είναι ο μόνος ζοφερός και τόσο πρωτότυπος τύπος. Αν αυτός είναι το «ψοφίμι», ο ντιλετάντης της χυδαιότητας, άλλος είναι κοράκι, ο μπαξές έχει απ’ όλα. Να ένας περίφημος συμβολαιογράφος, Βασίλειος Σκλήθρας, τσακάλι βουνίσιο με αιώνια βρώμικα νύχια, λήσταρχος —καλά τον έλεγαν—, υπόλειμμα καιρών ληστρικών, σπουδαγμένο στο πανεπιστήμιο, άγριο πουλί μ’ ολοκάθαρο μάτι... και τ' αλλά στηρίγματα της κοινωνίας μπερδεμένες υποθέσεις, χαλασμένες επιχειρήσεις, σάπιες υποθήκες, σ’ αυτόνε τρέχανε να τις ασφαλίσει. Και τις ασφάλιζε ο Σκλήθρας. Πονηριές, δολοπλοκίες, στρεψοδικίες που 'χάνε στο νου τους, σ’ αυτόνε τις εμπιστεύονταν να τους δώσει μορφή νομική.

Ο έκδοτης της τοπικής εφημερίδας, Απόστολος Δέρβης, σπεκουλάντης ανάμεσα στις δυο τοπικές φατρίες, δεξιοτέχνης επαρχιακής δημοσιογραφικής δεοντολογίας και η σύζυγος, κυρία Αντιγόνη, τακτική ερωμένη του κάθε φορά νομάρχη, συμπληρώνουν το πρωταγωνιστικό καρέ. Πλήθος πρόσωπα της επαρχιακής αυτής Πομπηίας διαγράφονται καθαρά, με λίγες γραμμές η και λέξεις πολλές φορές. Μητροπολίτης, δήμαρχος, νομάρχης, υπουργίνα, έμπορος Γωγούσης, διευθυντής Τραπέζης, αστυνόμος... Οι ανθρώπινοι τύποι της Διαθήκης του καθηγητή και της Μαργαρίτας Περδικάρη με τις σχέσεις τους θα μπορούσαν να γεμίσουν ένα μεγάλο μυθιστόρημα. Οι δεύτεροι είναι πια σωστά απολιθώματα ενός κόσμου ληξιπρόθεσμου που ο συγγραφέας τον φωτίζει ως τους ακραίους του παραλογισμούς και τις παρακρούσεις, στη γελοιοποίηση, την τρέλα και το έγκλημα.

 

Η ανθρωπολογία του Χατζή δεν είναι, βέβαια, αφηρημένη και στατική. Η σκοπιά της είναι κοινωνιολογική και πολιτιστική, μια ανατομία των μετασχηματισμών της νεοελληνικής κοινωνίας, θαυμάσια εντοπισμένη στο επαρχιακό κύτταρο που αντιπροσωπεύει τον ενδιάμεσο σταθμό. Το ατομικό δεν εξαφανίζεται μέσα στο γενικό, οι ανταλλαγές αναμεταξύ τους γίνονται άνετα με την αυθεντικότητα του μοναδικού, του κοινότοπου, της λεπτομέρειας και της αφαίρεσης.

O Σιούλας ο ταμπάκος, αδρή μορφή της γενεαλογίας μας, μόλις προλαβαίνει να διασωθεί τη στιγμή που καταρρέει η συντεχνιακή παραγωγή, να διασωθεί στην ανθρωπιά και την αρετή του, εγκαταλείποντας το άχρηστο πια φορτίο της συνήθειας και της προκατάληψης του σιναφιού. στον Τάφο έρχονται με ορμή τα καινούρια συμφέροντα να παρασύρουν δικαίους και αδίκους. O Σαμπεθάι Καμπιλής είναι το πιο βαρυσήμαντο —και το καλύτερο, νομίζω— κομμάτι. Στην άτεγκτη, μωυσιακή ηγεσία του Σαμπεθάι, που είναι σαν να πήδηξε από την Παλαιά Διαθήκη στα εβραίικα εμπορομάγαζα του καπιταλισμού, έχουμε τη συντριβή του δόγματος και μαζί την τεράστια κρεατομηχανή που στήνει στην ανθρωπότητα. Η αντιστοιχία της ιδέας με τη μορφή, με τις εικόνες, τα πρόσωπα, το ύφος είναι εδώ εκπληκτική, η λειτουργία του μύθου τέλεια, η δύναμη της σύλληψης μεγάλη. Τετράγωνη, μεγαλιθική μορφή, απ’ έξω έμπορας, φίρμα, στ’ αλήθεια ένας σύγχρονος πατριάρχης του Ισραήλ, Μωυσής με φράγκικα, ο Σαμπεθάι Καμπι­λής θα κρατήσει γύρω του σαν κλώσα τον εβραιομαχαλά της μικρής μας πόλης. Θα αντιπαλέψει κάθε σκίρτημα γι’ αλλαγή, για επιμιξία μ’ έκπτωση του δόγματος, κι ας προειδοποιούν απειλητικοί οι καιροί, θα κρατήσει την πατροπαράδοτη δική του τάξη, ακέριες τις πλάκες του Μωυσή, όχι με το ραβδί εκείνου αλλά με το δικό του σκήπτρο της εξουσίας, το χρήμα. Μ’ αυτό κρατάει τελικά αράγιστη την εβραίικη κοινότητα, που ολάκερη —4.000 ψυχές— πέφτει στα χέρια των Γερμανών.

Περίφημη μορφή ο Σαμπεθάι, έχει δικαίωμα σε μια τιμητική θέση στην πινακοθήκη των διάσημων τύπων της πεζογραφίας μας. Γιατί πάνω στην αδρή και πυκνή προσωπογραφία του σκάβονται βαθιά οι ρυτίδες όχι μόνο της δικής του πίστης μα της κάθε πνευματικής αυτάρκειας, η χρεοκοπία και η απάνθρωπη συνέπεια του δόγματος στην εποχή μας. Ο Σαμπεθάι του Χατζή είναι ένας πατριάρχης του δόγματος, έτοιμος να θυσιάσει τον Ισαάκ το δικό του αλλά και τον άνθρωπο γενικά για την αγάπη τον θεού. Μεγάλη αμαρτία, προδοσία η καρδιά του: ταΐζει και μ’ αυτή τον άγριο θεό του.

Η Διαθήκη του καθηγητή συγκεντρώνει όλα τα στηρίγματα της κοινωνίας σε μια αμίμητη πράξη που είναι μαζί κοινωνιολογία και ηθογραφία, κωμωδία ηθών και χαρακτήρων, δραματική κωμωδία, φάρσα και λίγο μυστηριώδης υπόθεση. Μια τομή κεφιού (αστραπή ευτυχισμένης σύλληψης, φαίνεται) που αποκαλύπτει κάτω από ασυγκίνητο και σκωπτικό νυστέρι πτυχές απίθανα πτωματικές, σάπιες, τραγελαφικές και φαιδρές της πατροπαράδοτης τάξης. Καθώς το αιώρημα των σχέσεων, των επιφάσεων και των αιτίων καθιζάνεται, βλέπουμε να ξεχωρίζουν γλοιώδη στρώματα υποκρισίας και διαφθοράς των ατόμων και των θεσμών.

Με άλλη διαδικασία, αλλά στο ίδιο αποτέλεσμα —την αποκάλυψη και την ανελέητη καταδίκη— οδηγεί το τελευταίο διήγημα του τόμου, η Μαργαρίτα Περδικάρη. Αν η Διαθήκη είναι μια φάρσα ολκής, που παίζει ένας προφήτης του τέλους στην πόλη που αγάπησε και μίσησε, εδώ η φάρσα, προχωρώντας μέσα σ’ ένα σπίτι, καταντάει σχεδόν γκράν γκινιόλ. Το χαμόγελο ή ο καγχα­σμός της ειρωνείας γίνεται πια μια γκριμάτσα φρίκης μπροστά στην εσχάτη παραμόρφωση των πιο κοντινών σπιτικών σχέσεων. Η καρικατούρα γίνεται τώρα κόλαση, καθώς παρουσιάζεται σε κορύφωση η εξαθλίωση και η κρίση μέσα στην κατοχή. Το αρχοντικό των Περδικάρηδων, μικρογραφία του ρετιρέ της πατροπαράδοτης τάξης, είναι πια μια φιδοφωλιά, ένα στοιχειωμένο σπίτι όπου σαλεύουν φαντάσματα και ερπετά μιας αλλοτινής αρχοντιάς. Κουρέλια ιεραρχίας και ύφους πατριαρχικού ρεύουν για ν’ αποκαλύψουν την αποσύνθεση, τον παραλογισμό, το ψέμα της ηθικής της. Το βαρύ άρωμα της κλεισούρας από τον τσεχωφικό Βυσσινόκηπο γίνεται πια μια μπόχα τάφου. Το τέλος που προοιωνίζει η Διαθήκη κι οι προηγούμενες απόψεις της μικρής πόλης έχει επέλθει.

 

Μα προηγούμενα θα δώσουν σινιάλο του ερχομού τους οι άνεμοι που καθαρίζουν τις μολυσμένες αναθυμιάσεις της σήψης. Από τις χαραμάδες της τάξης που καταρρέει, ορμάει το καινούριο. Είναι το αδέξιο χαμόγελο της ανθρωπιάς και της αγιοσύνης των αγαθών ανθρώπων που σβήνουν αφήνοντας το χώρο τους αμόλυντο, είναι η ατυχή ανταρσία των δουλευτών Εβραίων, η πρόνοια, το γάντζωμα του καθηγητή Ραλλίδη στους νέους. Και προπαντός είναι οι ίδιοι οι νέοι.

Δεν είναι βέβαια οι πρωταγωνιστές. O καθαυτό ρόλος τους αρχίζει μετά το τέλος του βιβλίου. Μέσα από το περδικαρέικο, που γκρεμίζεται ολόβολο πάνω της, δραπετεύει η Μαργαρίτα. Προσφέρεται στο εκτελεστικό απόσπασμα, όπως κι ο πρώτος καθηγητής που σπούδασε με το κληροδότημα του Ραλλίδη και με τις υποθήκες του. Στην έσχατη παρακμή της μικρής πόλης, η πόρτα ζωής ανοίγει με το χαμό του Γιοσέφ Ελιγιά, με το θάνατο του καθηγητή και της Μαργαρίτας Περδικάρη. Ο ισραηλίτης ποιητής που διατηρεί τ' όνομά του στο βιβλίο, προσκρούει στη θέληση της συντήρησης ενός πατριάρχη, έστω και καθυστερημένου κατά δεκάδες αιώνες. Ο καθηγητής, πρώην μαθητής του Ραλλίδη, μαζί με άλλους επιβουλεύτηκε την τάξη, την τιμή και την αρετή αυτής της πόλης. Η Μαργαρίτα μέσα από το καβούκι της αποστεγνωμένης κοριτσίστικης τρυφερότητας απλώνει τραγικά τα χέρια στους φτωχούς γείτονες του αρχοντικού για λίγη αγάπη και συμπόνια. Η Μαργαρίτα πια είναι το θύμα κακοποιών βρυκολάκων της πατροπαράδοτης τάξης.

Οι νέοι άνθρωποι —όχι μόνο στην ηλικία— γίνονται λοιπόν οι εντολοδόχοι της λυτρωτικής θέλησης του συγγραφέα. Μα η θέση τους σε μια τάξη που παρατείνει παράλογα την κυριαρχία της είναι πάντα αβέβαιη, η ήττα τους παραμονεύει. Απροσμέτρητα δραματική είναι η τύχη του Θοδωράκη, του Ντέτεκτιβ. Σχεδιάζει το πρόσωπο μιας μαραμένης νεότητας χωρίς φτερά, στον ασφυκτικό κλοιό της ελληνικής επαρχίας, που υποχρεώνεται στο κυνήγι του αξιοθρήνητου σωσίβιου μιας «θέσης» αντί για το όνειρο μιας δημιουργίας. Το περίφημο εύρημα του ντέτεκτιβ μεγεθύνει σπαραχτικά αυτή την παραμόρφωση, το στραμπούληγμα του ονείρου, της ανάγκης να υπάρξεις: Λίγο ψέμα χρειαζότανε μόνο να γλυκαίνεται η καρδιά του το βράδυ. Λίγο ψέμα; Όχι βέβαια, αν πρόκειται να ζει κανείς στ’ αλήθεια. Θα το ανακαλύψει ο ιδιόρρυθμος ντέτεκτιβ και θύμα ο ίδιος του σιγανού, αξεδιάλυτου κοινωνικού εγκλήματος, πολύ αργά. Όταν θα 'χει φτάσει στο ίδιο σημείο ερημιάς κι απελπισίας του Συρεγκέλα, του θύματος ενός μυστήριου τάχα φόνου, που τη λύση του αναζητάει σ’ όλη του τη νιότη: λίγη αγάπη, λίγη αυθεντική ζωή χρειάζεται κανείς για να ζήσει.

Αυτό είναι, σ’ ένα πολύ γρήγορο κοίταγμα, το περίφημο μάθημα που προσθέτει στα νέα ελληνικά μας ο Δημήτρης Χατζής. Ένα μάθημα σφαιρικό, ήθους και ύφους, ιδεών και μεθόδου. Νεοηθογράφος και ανατόμος, αντισχολαστικός, παραδοσιακός και νεοτεριστής, αντιδογματικός, μας διηγιέται την ουσία απ’ όλα που έγιναν στον τόπο την παραμονή των ημερών μας, συνδέοντας λαμπρά την παράδοση της πεζογραφίας μας με την πρωτοπορία.

Σε μια ευνομούμενη πολιτεία των ιδεών, ένα τέτοιο μάθημα θα έπαιρνε με πολλές τιμές τη θέση που του ανήκει. στη δική μας επαρχιακή, μικρή πόλη του πνεύματος, οπού αφόρητα προβάλλονται για αστραπές επιγραφές με φρικτό νέον —ένα είδος φιλολογικού marketing— το πεζογραφικό μάθημα του Χατζή επισήμως αγνοείται και ο ίδιος ο συγγραφέας απαγορεύεται να έρθει στην Ελλάδα... Ο Δημήτρης Χατζής παραμένει πολιτικός πρόσφυγας στη Βουδαπέστη. Γιατί είναι χωρίς ελληνική ιθαγένεια ο λογοτέχνης που έχει ένα από τα πιο τιμημένα ελληνικά διαβατήρια: το πρώτο μυθιστόρημα της Αντίστασης. Η πρώτη εκείνη Φωτιά, που είχε κάτι από την ανάσα της μεγάλης πυρκαγιάς, περιέχει τον καινούριο σπόρο από τη μεταγενέστερη κατά είκοσι χρόνια σχεδόν Μικρή μας πόλη. Οι άνθρωποι της Φωτιάς έχουν ξεφύγει από την κόλαση, δηλαδή την αντιμετωπίζουν υπεύθυνα. Η κεντρική ηρωίδα της Φωτιάς δεν είναι, αλλά υπόσχεται, όχι μόνο γιατί αγωνίζεται με τα έξω, αλλά κυρίως γιατί αγωνίζεται μέσα της να μπορέσει να έχει δική της γνώμη. Ο συγγραφέας, στα χρόνια που ήρθαν, παρακολούθησε τις περιπέτειες των προσώπων του, σαν υπεύθυνος δημιουργός. Κι έρχεται τώρα πανέτοιμος να πάρει το μάθημα από την αρχή, από τη γενεαλογία του νέου ανθρώπου που πλάθεται.

 

                                                                                                                        «Επιθεώρηση Τέχνης», 114, Ιούνιος 1964