Saunier Guy (Michel), Εωσφόρος και άβυσσος. Ο προσωπικός μύθος του Παπαδιαμάντη
 
Αθήνα 2001, Άγρα. Σσ. 225 – 232
 
 
 

Η Φόνισσα κατέχει ιδιαίτερη, κορυφαία θέση στο έργο του Παπαδιαμάντη, και δεν είναι τυχαίο που, κατά την παρατήρηση του Ξ. Λ. Κοκόλη "ευκαιρία ν' αναφερθούν στη Φόνισσα βρήκαν όλοι σχεδόν όσοι έγραψαν για τον Παπαδιαμάντη". Η ξεχωριστή σημασία του έργου γίνεται αμέσως αισθητή, από την ακραία και οιονεί σκανδαλώδη υπόθεση του -το φόνο μικρών κοριτσιών- και από την εξαιρετικά έντονη παρουσία της ηρωίδας, της Φραγκογιαννούς. Τα χαρακτηριστικά αυτά προκάλεσαν άλλωστε πολλές αρνητικές αντιδράσεις και ακόμα περισσότερες παρερμηνείες. Είναι γνωστό ότι η εικόνα της «κακής μάνας ", ή γενικότερα του φονικού γονιού, είναι αβάσταχτη για την ανθρώπινη ευαισθησία, και ότι η επιθυμία να μην την αντιμετωπίσει κανείς δημιουργεί χιλίων λογιών λογοκρισίες.

Μια πιο προσεχτική, διακειμενική ανάγνωση παρατηρεί ότι διάφορες εμβληματικές σκηνές, μοτίβα ή εκφράσεις, που προϋπάρχουν σκόρπια σε προγενέστερα έργα του Παπαδιαμάντη, ξαναεμφανίζονται στη Φόνισσα, οπού αποκτούν το πραγματικό τους βάρος και το οριστικό νόημα τους : η πτώση στο πηγάδι της «τελευταίας βαπτιστικής» γίνεται πτώση της Ξενούλας, η φράση «Σα σ' ακούω, γειτόνισσα» γίνεται «Σα σ' ακούω, δυχατέρα», και άλλα πολλά. Το γεγονός αυτό προσδίδει αυτόματα στη Φόνισσα κεντρική θέση στο όλο έργο, πρώτη ένδειξη για τη σημασία της.

Τα σημαντικά έργα επιδέχονται πάντοτε ( ταυτόχρονα και διαχρονικά) πολλαπλές, ενδεχομένως αντιφατικές, ερμηνείες. Η Φόνισσα δεν αποτελεί εξαίρεση. Δεν πρόκειται φυσικά να γίνει εδώ συστηματική απογραφή και συζήτηση των ερμηνειών που έχουν προταθεί κατά καιρούς : μια τέτοια ερευνά θα έπαιρνε εύκολα τις διαστάσεις πολυσέλιδου αυτοτελούς βιβλίου. Θα επισημανθούν μόνο μερικά βασικά σημεία, ο πολυδιάστατος και πολύπλοκος ψυχισμός της Φραγκογιαννούς δικαιολογεί πλήρως την ψυχολογική προσπέλαση της Φόνισσας, αλλά τίθεται εδώ το πρόβλημα των σχέσεων του αφηγητή και της ηρωίδας του, και ο κίνδυνος είναι ν' αποφανθεί κανείς εκ των προτέρων ότι υπάρχει εκ μέρους του αφηγητή σταθερή αποστασιοποίηση, πράγμα που απέχει πολύ από την πραγματικότητα, όπως θα φανεί παρακάτω. Το ίδιο περίπου μπορεί να ειπωθεί και για τη θεολογική ερμηνεία του έργου. Οι θεολογικές κρίσεις του αφηγητή ανταποκρίνονται ασφαλώς σ' ένα ορισμένο στρώμα της σκέψης του συγγραφέα, στην επίσημη ορθόδοξη σκέψη του, άλλα το να φαντάζεται κανείς ότι ο Παπαδιαμάντης κρίνει εν ψυχρώ την ηρωίδα του, με βάση αυτή τη σκέψη και μόνο, και δογματίζει για την περίπτωση της, αποτελεί οικτρή παρερμηνεία. Ένοχη και εωσφορικές παρορμήσεις συνδέονται άμεσα με την προσωπικότητα και τον προσωπικό μύθο του συγγραφέα.

Η κοινωνική προσπέλαση, που την υποδεικνύει και ο υπότιτλος «Κοινωνικό μυθιστόρημα», είναι πολύ πιο βάσιμη. Είναι αστείο να αμφισβητήσει κανείς την αξία του κοινωνικού στοιχείου στη Φόνισσα, είτε με την πρόφαση ότι το έργο είναι θεολογικό είτε επειδή ο Παπαδιαμάντης ήταν «αντιδραστικός». Ο ίδιος ο Μαρξ έλεγε ότι από τον Μπαλζάκ, που άνηκε στη συντηρητικότερη ομάδα των Γάλλων βασιλοφρόνων, είχε μάθει τα περισσότερα πράγματα για την αστική κοινωνία. Ο Παπαδιαμάντης είναι εκπληκτικά καλά πληροφορημένος για την παραδοσιακή κοινωνία, και για τη θέση των γυναικών και κοριτσιών. Το μνημόνιο του 1836, οπού οι Σκοπελίτες ζητούν την κατάργηση της προίκας, αναφέροντας «μυστικά[ς] βρεφοκτονία[ς]» που προκαλεί, η παρηγοριά που, σε ορισμένες περιοχές, απευθύνουν γυναίκες στη μάνα που έχασε μικρό κορίτσι : «Καλότυχη που την πάντρεψες με μια πήχη πανί μονάχα», αλλά και η σύμπτωση των απόψεων του αφηγητή της Φόνισσας και του ποιητή των δημοτικών τραγουδιών για την ξενιτιά κλπ., δείχνουν πόσο ριζωμένη στην πραγματικότητα και στη συλλογική λαϊκή σκέψη είναι η σκέψη του Παπαδιαμάντη και ως ποιο σημείο η ιστορία της Φραγκογιαννούς είναι, όχι αυθαίρετη επινόηση ενός συγγραφέα, αλλά αληθινή λαϊκή τραγωδία.

Ωστόσο το «κοινωνικό μυθιστόρημα» απέχει πολύ από το να είναι ο πυρήνας της Φόνισσας. Είναι μεν από μόνο του απόλυτα ικανοποιητικό και απαιτεί ξεχωριστή ανάγνωση στον πρώτο βαθμό, λειτουργεί όμως ταυτόχρονα ως άλλοθι μιας άλλης, βαθύτερης και κρυφής ιστορίας. Το άλλοθι λειτουργεί άλλωστε θαυμάσια, και όταν ο γράφων παρουσίασε μια γαλλική μετάφραση του έργου, τόνισε στον πρόλογο του αποκλειστικά αυτή την όψη του έργου και τότε, στην εποχή των φεμινιστικών αγώνων, το γαλλικό κοινό και η γαλλική κριτική διάβασαν το μυθιστόρημα κυρίως υπ' αυτό το πρίσμα.

Άλλα ένα χαρακτηριστικό φαινόμενο, που απαντάται συχνά στο έργο του Παπαδιαμάντη, αποκτά στη Φόνισσα ιδιαίτερα μεγάλες διαστάσεις : ενώ η ιστορία της Φραγκογιαννούς έχει στην ουσία της αναμφισβήτητη αυθεντικότητα, η αφήγηση πάσχει από συνεχείς αντιφάσεις και ασυνέπειες.  Ο αφηγητής δίνει συστηματικά λεπτομερείς πληροφορίες για τις ακριβείς τοποθεσίες (η βορειοδυτική πλευρά του ναού... ), για την ηλικία των προσώπων, για τον αριθμό και τη σειρά των παιδιών κτλ., προφανώς για να δημιούργησα στον αναγνώστη του την αίσθηση της πραγματικότητας. Πλην όμως πολλές από τις πληροφορίες αυτές αντιφάσκουν μεταξύ τους Η Φραγκογιαννού π,χ. είναι "σχεδόν εξηκοντούτις» (417, 18) την εποχή των φόνων της. Αλλά την εποχή του φόνου του λοστρόμου από τον Μήτρο «ήτο δε τότε η Φραγκογιαννού 55 ετών» (451, 11), ενώ "είχον παρέλθει δώδεκα έτη» (453, 10) από τότε. Η σειρά των παιδιών της ηρωίδας, όπως δίνεται την πρώτη φορά (426, 27-29), αντιφάσκει με τις κατοπινές πληροφορίες : ο Μήτρακης λ.χ. είναι αρχικά μικρότερος από την Αμέρσα, ενώ την εποχή που τη μαχαιρώνει είναι κατά τρία χρόνια μεγαλύτερος της (436, 15) κ.ο.κ. Μερικές απ' αυτές τις ανωμαλίες έχουν επισημανθεί από την κριτική. Ο εκάστοτε δημαράκης μπορεί να βρει εδώ πλείστα επιχειρήματα για ν' αποδείξει ότι ο Παπαδιαμάντης δεν ξέρει να γράφει.

Ασφαλώς η Φόνισσα δεν είναι νοικοκυρεμένο μυθιστόρημα – και ως εκ τούτου ελάχιστα ανταποκρίνεται στις προδιαγραφές του ρεαλισμού και του νατουραλισμού. Είναι φανερό ότι ο Παπαδιαμάντης δεν ενδιαφέρεται ποσώς για τη συνέπεια των λεπτομερειών της ιστορίας του μεταξύ τους. Οι πληροφορίες που δίνει ισχύουν μόνο μέσα στα άμεσα συμφραζόμενα οπού διατυπώνονται. Την εποχή της εκστρατείας της στη Χαλκίδα, η Φραγκογιαννού είναι "55 ετών, αλλ' ακμαία γυνή" (451, 11-12), λεπτομέρεια που δείχνει την εξαιρετική ζωηρότητα της ηρωίδας, παραμένοντας όμως μέσα στα όρια της αληθοφάνειας. Η δωδεκάχρονη απόσταση προσθέτει στη μνήμη, και στην ιστορία των οικογενειακών δεινών, σημαίνουσα προοπτική, ενώ ο προσδιορισμός «σχεδόν εξηκοντούτις» έχει, πέρα από την αληθοφάνεια της στιγμής, και εμβληματικό χαρακτήρα: ανταποκρίνεται στην ηλικία της Μαχούλας και άλλων καίριων προσώπων. Πρόκειται εδώ για σταθερό, θεμελιακό τρόπο γραφής στο έργο του  Παπαδιαμάντη.  Στον ίδιο τρόπο γραφής ανταποκρίνεται λ.χ. η εξαφάνιση ενός βασικού προσώπου και η αντικατάσταση του από άλλο πρόσωπο, παρόμοιο, όπως συμβαίνει στο "Λαμπριάτικος ψάλτης"1, ή αντιθέτως φαινομενικά ασυμβίβαστο, όπως συμβαίνει στο «Αμαρτίας φάντασμα», με την αντικατάσταση της γριάς Μαχούλας από την ήδη νεκρή νέα κοπέλα. Φαίνεται εδώ ξεκάθαρα ότι ο Παπαδιαμάντης, χωρίς να παραμελήσει καθόλου την άξια των πρακτικών, συνήθως κοινωνικών, γεγονότων που αναφέρει (στη Φόνισσα, η μοίρα των γυναικών, κτλ.), ενδιαφέρεται πάνω απ' όλα για τις ανάγκες και για τη συνέπεια του προσωπικού μύθου που κρύβεται πίσω απ' αυτά και αποτελεί την πραγματική ουσία του κάθε έργου - ή τουλάχιστον του κάθε σημαντικού έργου του. Ας ειπωθεί άλλη μια φορά : η παπαδιαμαντική γραφή είναι πρωτίστως μυθική.

Αυτό το βασικό χαρακτηριστικό επιτρέπει να τοποθετηθεί πιο σωστά το προσωπικό στοιχείο στο έργο του Παπαδιαμάντη, ειδικά στη Φόνισσα. Αντί ν' αναρωτηθεί κανείς, ως επί το πλείστον αυθαίρετα, κατά πόσο ο Παπαδιαμάντης εγκρίνει ή αποδοκιμάζει τις πράξεις της Φραγκογιαννούς, και ποιο είναι ακριβώς το φάρδος του ποταμίου που τους χωρίζει, πιο χρήσιμη είναι μια ανάγνωση, εν μέρει διακειμενική, που θα δείξει πως τοποθετείται η Φόνισσα μέσα στον όλο προσωπικό μύθο του Παπαδιαμάντη.

Στη Φόνισσα κορυφώνεται ο παπαδιαμαντικός μύθος του θανάτου.

 

Υπενθυμίζεται ότι το πρώτο έργο του συγγραφέα, Η Μετανάστις, αρχίζει με την περιγραφή του λοιμού της Μασσαλίας το 1720, πολλαπλασιασμένη από σύντομες αναφορές σε άλλους λοιμούς, και ότι σ' όλο το μάκρος του έργου του, ο θάνατος αποτελεί μείζον επαναλαμβανόμενο θέμα.

Πιο συγκεκριμένα, τα συνηθισμένα θυμιατά του θανάτου στο έργο του είναι από τη μια τα μικρά παιδιά και των δύο φυλών, από την άλλη τα κορίτσια, από τη βρεφική ηλικία μέχρι την κατάσταση της νέας μητέρας. Η Φόνισσα αποτελεί ακριβώς την καθαρή, απόλυτη μορφή του μύθου : πεθαίνουν εκεί μικρά κορίτσια, δηλαδή πλάσματα που ανήκουν ταυτόχρονα στις δυο ομάδες, και μια γρια γυναίκα που, υστέρα από μακριά παλινδρόμηση, επέστρεψε στην κατάσταση του βρέφους.

Όταν τα παιδιά δεν πεθαίνουν από αρρώστια, πέφτουν θύματα φόνων που τους διαπράττουν κακοί γονείς, ή μάλλον «κακές μητέρες», γιατί οι πατέρες, στο έργο του Παπαδιαμάντη, δεν καταφέρνουν να σκοτώσουν, να πνίξουν, τα θύματα τους : ούτε ο Πληθών στη Γυφτοπούλα ούτε ο τρισάθλιος πατέρας της Αρετής, στη «Στοιχειωμένη καμάρα», επειδή τους λείπει, φαίνεται, η θεμελιακή μυθική συγγένεια με το νερό και την άβυσσο που επιτρέπει στις γυναίκες να σκοτώνουν. Και στην ίδια τη Φόνισσα υπάρχει μια περίπτωση αντρών που δεν καταφέρνουν να σκοτώσουν μια γυναίκα, αν και η περιπέτεια δεν έχει σχέση με το νερό : πρόκειται για τους κλέφτες που κυνηγούν τη Δελχαρώ, τη μάνα της Φραγκογιαννούς. Η Φραγκογιαννού αποτελεί αντιθέτως την πιο τέλεια περίπτωση «κακής μάνας», μάνας φόνισσας, του όλου παπαδιαμαντικού έργου. Πεθαίνει στη Φόνισσα και ένας ώριμος άντρας, ο λοστρόμος, δολοφονημένος από τον νεαρό γιο της Φραγκογιαννούς, τον Μήτρο, του οποίου ο φυλετικός προσδιορισμός είναι αμφίσημος ( βλ. παρακάτω ) - κλασική περίπτωση αντιστροφής του μύθου, που επιβεβαιώνει το βασικό σχήμα του.

Το πρώτο θύμα της Φραγκογιαννούς είναι η συνονόματη εγγονή της Χαδούλα. Το γεγονός είναι άκρως συμβολικό, δεδομένου μάλιστα ότι η επιλογή του ονόματος έκανε τη Φραγκογιαννού να μορφάζει και να σχολιάσει «μην τύχη και χαθή τ' όνομα ! " ( 428, 31 - 429, 1). Μερικοί σχολιαστές έχουν παρατηρήσει ότι η όλη δράση της Φραγκογιαννούς ισοδυναμεί με αυτοκτονία1: μισεί τ' όνομά της, εξαφανίζει τα θηλυκά ως θηλυκά, δηλαδή ως εικόνες του εαυτού της, εξακολουθεί να σκοτώνει ενώ ήδη κυνηγείται, δεν υποχωρεί αλλά βυθίζεται μέσα στο νερό - αν και η τελευταία αυτή πράξη είναι διφορούμενη, και εκφράζει μαζί και μια απελπισμένη προσπάθεια να ξεφύγει και να ζήσει...

Η αυτοκτονία είναι μόνιμα επαναλαμβανόμενο, φανερό ή λανθάνον, θέμα στο έργο του Παπαδιαμάντη, από τη Μετανάστιδα κιόλας, οπού η ηρωίδα Μαρίνα έχει σαφώς τάσεις για αυτοκτονία. Και το ημιτελές διήγημα «Ο αυτοκτόνος» δείχνει ξεκάθαρα τη συμμετοχή του συγγραφέα σ ' αυτό το μύθο.

Τέλος, στη Φόνισσα εξαίρονται, από την ηρωίδα και έμμεσα από τον αφηγητή, χάρη, μεταξύ άλλων, στον ελεύθερο πλάγιο λόγο, δύο καταστάσεις που αποτελούν, στο έργο του Παπαδιαμάντη, εναλλακτικές λύσεις για το θάνατο, για τη θανάτωση των βρεφών : η στειρότητα ( η αρρενωπή γεροντοκόρη Αμέρσα παρουσιάζεται σταθερά ως πρόσωπο υποδειγματικό ), και η καλογερική ζωή. «Πως ήσαν ευτυχείς οι άνθρωποι αυτοί, οίτινες ευθύς αμέσως, εκ νεαράς ηλικίας, ωσάν από θείαν έμπνευσιν, είχον αισθανθή ποίον ήτο το καλύτερον το οποίον ημπορούσαν να κάμουν - το να μη φέρουν, δηλαδή, άλλους εις τον κόσμον δυστυχείς ! ... και μετά τούτο, όλα ήσαν δεύτερα» (507, 22-25). Σ' αυτή την όψη του μύθου υπάγονται και οι εκτρώσεις που ξέρει να επιφέρει η κατά τ' άλλα επιδέξια μαμμή Φραγκογιαννού.

Ώστε, ακόμα και με την παρουσία ειδικών οψεών του (αυτοκτονία, στειρότητα, κτλ. ), η Φραγκογιαννού ενσαρκώνει πλήρως τον προσωπικό παπαδιαμαντικό μύθο του θανάτου.

Ο μύθος του νερού και του πνιγμού είναι, μαζί με το μύθο του θανάτου, ο πιο σημαντικός απ' όλους τους μύθους της Φόνισσας. Η σημασία του φαίνεται όχι μόνο από το γεγονός ότι σ' αυτόν υπάγονται οι κυριότερες πράξεις του μυθιστορήματος -οι φόνοι και το τέλος της Φραγκογιαννούς- αλλά και από δύο επιπλέον φαινόμενα : την εξαιρετική ανάπτυξη των μορφών του και των σχετικών σημασιολογικών πεδίων, και την οργάνωση της όλης ιστορίας ως πορείας, από πνιγμό σε πνιγμό, από νερό σε νερό, προς τον τελικό κα-ταποντισμό.

Ο μύθος αναπτύσσεται υπό όλες τις μορφές του : το ίδιο το νερό, αρμυρό ή γλυκό ( θάλασσα, ρέματα, πηγάδι, στέρνα ), η άβυσσος ( εκτός από τη θαλάσσια άβυσσο, οι πολλοί κρημνοί που συναντά και περνά η Φραγκογιαννού στη διαδρομή της ), η δίψα, μόνιμη κατάσταση στο δεύτερο ήμισυ του έργου, ο στραγγαλισμός, και μετωνυμικά ο λαιμός και ο τράχηλος. Το τελευταίο αυτό σημασιολογικό πεδίο έπαιζε ήδη σημαντικό ρόλο στους Έμπορους των Εθνών. Ενάμιση χρόνο μετά τη Φόνισσα, τον Νοέμβρη του 1904, στα «Δύο κούτσουρα», θα πεθάνουν δύο νέοι από θανάτους που υπάγονται στο ίδιο διπλό νοηματικό πεδίο : ο Αλέξης θα πνιγεί στη θάλασσα, ο Γώγος θα χτυπηθεί στο λαιμό όταν πέσει απάνω του "ένα βουβό, τεράστιον ξύλον" (3. 627-628, ο Παπαδιαμάντης υπογραμμίζει ).

 

Στη Φόνισσα, είναι άκρως συμβολικό ότι οι γονείς του πρώτου θύματος της Φραγκογιαννούς λέγονται Νταντής Τραχήλης και Δελχαρώ Τραχήλαινα, φέροντες έτσι στ' όνομά τους το μοιραίο σημάδι που προδιαγράφει τη μοίρα της κόρης τους - η οποία, σημειωτέον, δεν λέγεται μόνο Χαδούλα, σαν τη φόνισσα γιαγιά της, αλλά και Χαδούλα Τραχήλαινα, πραγματοποιώντας στο πρόσωπο της ένα συνδυασμό ( χάδι θανάτου και τράχηλος ) που καθιστά ακόμα πιο φανερή την απειλή. Ο ίδιος συμβολισμός άφορα και τη Φραγκογιαννού. Σχολιάζοντας το όνειρό όπου τα μικρά θύματα της Χαδούλας «ως κομβολόγιον, εκρεμάσθησαν αίφνης από τον λαιμόν της», ο αφηγητής απορεί : «Πώς θ' αντείχεν η γραία Χαδούλα να φέρη, εις όλον τον καιρόν, όλον τον φρικώδη τούτον ορμαθόν κρεμασμένον από τον τράχηλον της !» (495, 2-3 και 12-14). Και στο τέλος της διαδρομής της, η Φραγκογιαννού θα βρει το θάνατο»... εις τον λαιμόν τον ενώνοντα τον βράχον του ερημητηρίου με την ξηράν» (520, 14-15).

Γενικότερα, το στοιχείο του νερού δεσπόζει σ' ολόκληρη τη Φόνισσα, και το όλο έργο είναι, μεταξύ άλλων, μακρά σειρά από καθοριστικές εμφανίσεις του πραγματικού ή φαντασιακού νερού, αναζήτηση του μοιραίου υγρού στοιχείου.

Η ψυχική ταραχή που ακολουθεί τους συλλογισμούς της ηρωίδας, στο Ε' κεφάλαιο, και που προηγείται άμεσα του πρώτου της φόνου, περιγράφεται με μεταφορές που συνδηλώνουν τρικυμισμένη θάλασσα: "τα κύματα των αναμνήσεων", "ησθάνθη αίφνης ζάλην, από τον σάλον οιονεί και την ναυτίαν της ζωής της...» ( 447, 20-21). Δεν είναι τυχαίο εξάλλου το γεγονός ότι ο φόνος που διαπράττει αμέσως μετά, στη σειρά της αφήγησης, η δίδυμη μορφή της Φραγκογιαννούς, ο γιος της Μητρός, αν και γίνεται με μαχαίρι και όχι με πνίξιμο, γίνεται κι αυτός πάνω στη θάλασσα : "διέπραξε φόνον εντός του πλοίου, με το οποίον αρμένιζε" (450, 6).