Tonnet Henri, Ιστορία του ελληνικού μυθιστορήματος
 
μετάφραση Μαρίνα Καραμάνου, Αθήνα 1999, Πατάκης. Σσ. 174-178
 
 
 

                Το βλέμμα των νατουραλιστών για το ελληνικό χωριό οδήγησε σε μια απογοητευτική διαπίστωση. Το χωριό έχει μια δομή που βασίζεται στην υποταγή των γυναικών -και των αντρών-, που βεβαιώνει τη συνέχιση της παραδοσιακής ζωής. Η όποια ηθική κρίση δεν έχει νόημα. Η συνείδηση υπάρχει μόνο ως αυταπάτη ή ένδειξη κοινωνικής πίεσης.

 

                Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851-1911) επαναλαμβάνει αυτό το θέμα μέσα από μια επίσημη χριστιανική ορθόδοξη οπτική. Απαισιόδοξος όσο και ο Καρκαβίτσας, φαίνεται ότι προσθέτει στο ρεαλισμό ένα «συμπλήρωμα ψυχής», με το ύφος περίπου του Ντοστογέφσκι -του οποίου μετέφρασε από τα γαλλικά το Έγκλημα και Τιμωρία. Ωστόσο, αν και η χριστιανική θρησκεία είναι συνεχώς διάχυτη στον κόσμο του Παπαδιαμάντη, ως στοιχείο του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, δεν προσφέρει καμία λυτρωτική διέξοδο σ' αυτό τον αποπνικτικό κόσμο.

                Γιος ιερέα και γεννημένος στη Σκιάθο, ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έζησε κυρίως στην Αθήνα μια φτωχική ζωή, χωρίς άλλα εισοδήματα από εκείνα που του απέφεραν οι μεταφράσεις, οι επιφυλλίδες και τα πολλά διηγήματα που δημοσίευε στον τύπο. Το έργο του, που είναι σημαντικό σε όγκο, περιέχει ασήμαντα κείμενα που τον βοηθούσαν να καλύπτει τις βιοτικές του ανάγκες. Πολύ λίγα διηγήματά του είναι πλήρως ικανοποιητικά όσον αφορά τη δομή τους, που συχνά δείχνει να είναι εγκαταλελειμμένη στην τύχη της έμπνευσης. Αντίθετα, η «φωτογραφική» ή  η «φωνογραφική» μνήμη του επέτρεψε στον Παπαδιαμάντη να αναπαραστήσει τέλεια τη φύση και τον κόσμο της υπαίθρου της Σκιάθου. Αυτός ο κόσμος, ο οποίος έχει προσδιοριστεί και όπου όλα τα πρόσωπα, ακόμα και τα πιο ταπεινά, έχουν όνομα και παρουσιάζονται με τις λεπτομέρειες της συγγένειάς τους και τις ασήμαντες προσωπικές τους ιστορίες, σε σημείο που ο αναγνώστης χάνεται καμιά φορά, είναι πολυπληθής αλλά όχι σαγηνευτικός, όπως του Balzac∙ έχει τη σταθερή μονοτονία της πραγματικότητας. Ευτυχώς, σ' αυτό το χρονικό του χωριού συχνά προστίθενται εξαίρετες λυρικές περιγραφές που αφορούν τη φύση. Ας προσθέσουμε ότι το ύφος του Παπαδιαμάντη, που χειρίζεται άριστα όλο τον πλούτο της ελληνικής γλώσσας όπως τη συναντούμε στις εφημερίδες, στη λειτουργία, στα χωράφια και στα καφενεία, καθιστά την ανάγνωση των έργων του πραγματική απόλαυση για τους ελληνόφωνους. Αυτός ο συνδυασμός γλωσσικής επιδεξιότητας και βαθιάς γνώσης της ελληνικής υπαίθρου, όπως και οι πολυάριθμες και ακριβείς αναφορές στα τελετουργικά της Ορθοδοξίας, ανέδειξαν αυτό τον επιφυλλιδογράφο σε «εθνικό» συγγραφέα. Οι Έλληνες αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο έργο του, που αποτελεί αντικείμενο πραγματικής λατρείας.

                Η Φόνισσα (1903) θεωρείται το αριστούργημα του Παπαδιαμάντη. Σ' αυτό το έργο βρίσκουμε ένα βασικό θέμα της ηθογραφίας, εκείνο της θέσης της γυναίκας στην παραδοσιακή κοινωνία. Σ' αυτό όμως προστίθεται μια βαθιά συνειδητοποίηση του «προβλήματος του κακού». Αντίθετα από τον Καρκαβίτσα, που παρουσίαζε τις ψευδαισθήσεις που καθησυχάζουν τις γυναίκες και τις αποσπούν από την πραγματική δυστυχία τους, ο Παπαδιαμάντης φαντάζεται τη ζωή τους ως εφιάλτη. Εκεί που ο Καρκαβίτσας έβλεπε το θρίαμβο της ζωής, ο Παπαδιαμάντης διακρίνει μάλλον το θρίαμβο του θανάτου. Η ηρωίδα του, η Φραγκογιαννού, έχει μια νοσηρή ψυχοσύνθεση, που παντού βλέπει την αθλιότητα και το θάνατο. Γίνεται εγκληματίας εκ πεποιθήσεως. Ποιά ηθική κρίση επηρεάζει αυτή τη σκληρή γυναίκα που σκοτώνει γιατί θεωρεί τον εαυτό της, ή προσποιείται ότι τον θεωρεί, δικαιολογημένο να κάνει κάτι τέτοιο; Πρόβλημα ηθικό αλλά και κοινωνικο-θρησκευτικό, για το οποίο ίσως ο Παπαδιαμάντης δεν έχει πλήρη συνείδηση. Αν η εικόνα που αποδίδει ο Παπαδιαμάντης είναι ακριβής, πως να κριθεί η κοινωνία και κυρίως η θρησκεία που βολεύονται θαυμάσια με την εκμετάλλευση των γυναικών και το θάνατο των μικρών παιδιών;

 

«Η Χαδούλα, η λεγόμενη Φράγκισσα, ή άλλως Φραγκογιαννού, ήτο γυνή σχεδόν εξηκοντούτις, καλοκαμωμένη, με αδρούς χαρακτήρας, με ήθος ανδρικόν, και με δύο μικράς άκρας μύστακος άνω των χειλέων της. Εις τους λογισμούς της, συγκεφαλαιούσα όλην την ζωήν της, έβλεπεν ότι ποτέ δεν είχε κάμει άλλο τίποτε ειμή να υπηρετή τους άλλους. Όταν ήτο παιδίσκη, υπηρέτει τους γονείς της. Όταν υπανδρεύθη, έγινε σκλάβα του συζύγου της -και όμως, ως εκ του    χαρακτήρος της και της αδυναμίας εκείνου, ήτο συγχρόνως και κηδεμών αυτού∙ […]. Και χάνουν τον νουν των οι ταλαίπωροι γονείς, και πληρώνουν τόσον ακριβά τους ημιαγύρτας ιατρούς και τα τριωβολιμαία φάρμακα, διά να σώσουν το παιδί τους. Δεν υποπτεύονται ότι, όταν νομίζουν ότι «σώζουν», τότε πράγματι «χάνουν» το τεκνίον. Και ο Χριστός είπεν, όπως είχεν ακούσει η Φραγκογιαννού να της εξηγή ο πνευματικός της, ότι όποιος αγαπά. την ψυχήν του, θα την χάσει, κι όποιος μισεί την ψυχήν του, εις ζωήν αιώνιον θα την φυλάξη. […] Της Φραγκογιαννούς άρχισε πράγματι «να ψηλώνη ο νους της». Είχε «παραλογίσει» επί τέλους. Επόμενον ήτο, διότι είχεν εξαρθή εις ανώτερα ζητήματα. Έκλινεν επί του λίκνου. Έχωσε τους δύο μακρούς, σκληρούς δακτύλους μέσα εις το στόμα του μικρού, διά να «το σκάση».

 

                Πρέπει να υπογραμμίσουμε τη σχεδόν τέλεια «ομοιότητα» της Φραγκογιαννούς με την κοινωνία του χωριού απ' όπου προέρχεται. Η Φραγκογιαννού γίνεται, κατά κάποιο τρόπο, η «βαριά συνείδηση» αυτής της κοινωνίας. Είναι, κρυφά από τους χωριανούς, μια απ' αυτές τις μάγισσες «που έριχναν παιδιά», όπως υπήρχαν στις πρωτόγονες κοινωνίες όλων των χωρών. Ο θάνατος που προκαλεί στα «παραπανίσια» παιδιά είναι η προϋπόθεση για την επιβίωση της κοινότητας που δεν μπορεί να τους θρέψει όλους και που δεν έχει ανάγκη από πολλά κορίτσια. Τα κορίτσια είναι αβάσταχτο βάρος, γιατί πρέπει να προικιστούν. Έτσι το χωριό, που για το Δροσίνη περιείχε το «αθάνατο νερό», στηρίζει την επιβίωσή του στην εκμετάλλευση και το θάνατο των αδύνατων πλασμάτων. Πρόκειται για την τρομακτική όψη των «εύγενών ελληνικών ηθών».

                Η Φραγκογιαννού είναι ο «αποδιοπομπαίος τράγος» του χωριού. Φορτώνεται την ενοχή ολόκληρης της κοινότητας. Ο θάνατός της στη θάλασσα, στο δρόμο για το νησί όπου θα την εξομολογούσε ένας ερημίτης, «εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας και της ανθρωπίνης δικαιοσύνης», εκφράζει συμβολικά την αμφιβολία της ηθικής κρίσης του Παπαδιαμάντη για την παραδοσιακή κοινωνία. Παρ' όλους τους παπάδες και τις εκκλησίες του, ο κόσμος του Παπαδιαμάντη παραμένει εκείνος των παγανών (ετυμολογικά: «των χωρικών»).

                Η Φόνισσα κλείνει για μας την ιστορία της ηθογραφίας που με συντομία περιγράψαμε. Αυτή η σχολή, η πιο αυθεντικά ελληνική που γνώρισε ποτέ η νεοελληνική λογοτεχνία, έχει επίσης θεματική και εξέλιξη που σκιαγραφούνται με τον πιο σαφή τρόπο. Για να συνοψίσουμε αυτή την εξέλιξη, θα μπορούσαμε να πούμε, με βάση τα διηγήματα που μελετήσαμε, ότι το κύριο θέμα αυτής της παραγωγής είναι η διαμάχη ανάμεσα στην κοινότητα και την ατομική ελευθερία, θέμα που μας παραπέμπει στις πηγές της ελληνικής τραγωδίας. Κατά τη διάρκεια της ρομαντικής περιόδου της σχολής η διαμάχη λύνεται με το θάνατο των ηρώων, που στο ηθικό επίπεδο δικαιώνονται. Έπειτα, με το νατουραλισμό εμφανίζεται ένας νέος τύπος ήρωα με αβέβαιη προσωπικότητα∙ ο θρίαμβος της κοινότητας είναι πλήρης, γιατί ο «ήρωας» καταλήγει να αποδέχεται την κατάσταση που έχει διαμορφωθεί για κείνον. Αυτή η ρεαλιστική προσέγγιση φωτίζει τον πρωταγωνιστή με καινούριο φως. Δεν αποτελεί πια την ενσάρκωση ανώτερων αξιών, δεν είναι πια τελείως ελεύθερος: είναι η παραμορφωμένη εικόνα των ανομολόγητων επιθυμιών της κοινότητας. Η Ζεμφύρα έπρεπε να πεθάνει γιατί αντιπροσώπευε μια αξία αντίθετη από εκείνες του χωριού, την απόλυτη ελευθερία των γυναικών∙ αντίθετα, η Φραγκογιαννού πρέπει να πεθάνει γιατί ενσαρκώνει τέλεια τη σκοτεινή πλευρά του χωριού: αναλαμβάνει να εκτελέσει τις κρυφές του επιθυμίες σκοτώνοντας τα αδύναμα πλάσματα.

                Επειδή εισάγει πάλι την ατομική συνείδηση στο σύστημα της ηθογραφίας που αναζητούσε μια αντικειμενική παρουσίαση της κοινωνίας του χωριού και των πεποιθήσεών της, ο Παπαδιαμάντης αναγγέλλει τις μεταγενέστερες εξελίξεις της ελληνικής μυθοπλασίας: στις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα, πράγματι, θα έρθουν στην επιφάνεια πάλι δύο θέματα και ένα είδος που σχεδόν είχαν εξαφανιστεί από την πεζογραφία της περιόδου 1880-1900: το άτομο, η πόλη και το μυθιστόρημα.