Μαστροδημήτρης Παναγιώτης, Ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα. Εισαγωγή - Κείμενο –Γλωσσάριο
 
(έκδοση β΄, βελτιωμένη), Αθήνα 1982, Καρδαμίτσας. Σσ. 49-62
 
 
 
Έχει παρατηρηθή ότι ο μειωμένος αριθμός τύπων που έχει συνθέσει η παλαιότερη πεζογραφία μας, οφείλεται στο γεγονός ότι η περιορισμένη ζωή της κοινωνίας της ίδιας εποχής δεν προσφέρει πρότυπα «πολυσύνθετων μορφών». Ανάμεσα στους τύπους-πρότυπα της πεζογραφικής παραγωγής της περιόδου η οποία μας απασχολεί εδώ και που αντιστοιχούν σε μιαν «άβαθη» και «στενή» εποχή, την οποία, ωστόσο, εκφράζουν και συγκεφαλαιώνουν, είναι η Φόνισσα του Παπαδιαμάντη, ο Ζητιάνος του Καρκαβίτσα, ο Καραβέλας και ο Τουρκόγιαννος του Θεοτόκη και αρκετοί από τους ήρωες των έργων του Ξενόπουλου. «Γι αυτό ακριβώς το έργο της [της εποχής αυτής] θα παραμένει για αρκετόν ίσως καιρό σημείο ξεκινήματος για κάθε πραγματικό ταλέντο». Σημείο οπωσδήποτε αφετηρίας, όχι όμως μόνο για οποιοδήποτε δημιουργικό ταλέντο, αλλά και για όσους η νεοελληνική λογοτεχνία αποτελεί «αίρεσιν βίου», όπως θα έλεγε ο Ιωάννης Συκουτρής.
Αναφερόμενος, εξάλλου, στη δημιουργική πεζογραφία και ειδικότερα στο νεοελληνικό μυθιστόρημα (ιστορικό, ηθογραφικό, αστικό) από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (1830) ως την εμφάνιση της λογοτεχνικής γενιάς του 1930, ο Απ. Σαχίνης διατυπώνει την ακόλουθη αξιολογική παρατήρηση: «...η πιο σημαντική μυθιστορηματική παραγωγή των χρόνων εκείνων σημειώθηκε στο ηθογραφικό είδος. Στην κατηγορία αυτή ανήκουν τα καλύτερα
νεοελληνικά μυθιστορήματα που δημοσιεύτηκαν ως το 1930 — τα έργα που στάθηκαν σταθμοί της νεοελληνικής πεζογραφίας και που η αξία τους παρέμεινε σταθερή και αναμφισβήτητη ως τις μέρες μας. Τα έργα αυτά είναι: Ο Ζητιάνος του Αντρέα Καρκαβίτσα, Ο Πατούχας του Ιωάννου Κονδυλάκη, Η Φόνισσα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Ο Πύργος του Ακροπόταμου του Κωσταντίνου Χατζόπουλου και Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη. Τα βιβλία αυτά πρέπει να θεωρηθούν ως τα αριστουργήματα της πεζογραφίας των παλαιότερων χρόνων στην Ελλάδα, και οι συγγραφείς τους να καταταχθούν ανάμεσα στους κλασικούς της νεοελληνικής λογοτεχνίας».
Μεσολάβησε, βέβαια, η πεζογραφική προσφορά της λογοτεχνικής γενιάς του 1930, στο σώμα της οποίας μετουσιώθηκε η θησαυρισμένη πείρα των Βαλκανικών πολέμων, του Α' Παγκοσμίου πολέμου, της Μικρασιατικής καταστροφής και το έργο της οποίας εξελίσσεται έως σήμερα από τους επιζώντες εκπροσώπους της, όπως επίσης και τα πεζογραφήματα των εκπροσώπων της γενιάς του 1940, που αξιοποίησαν λογοτεχνικά τις εμπειρίες του ολέθριου Β' Παγκοσμίου πολέμου, το μεγαλείο του Αλβανικού έπους και τη φρίκη της κατοχής και του εμφύλιου πολέμου. Ωστόσο, η επιστροφή των νέων, των σύγχρονων ανθρώπων στη δημιουργία των πατέρων της πεζογραφίας μας, των «κλασικών» της λογοτεχνίας μας (του Παπαδιαμάντη, του Καρκαβίτσα, του Βιζυηνού, του Κονδυλάκη, του Θεοτόκη, του Χατζόπουλου, του Ξενόπουλου κ.α.), θα είναι πάντοτε εξασφαλισμένη, διότι την επιβάλλει κάποια ανάγκη εσωτερική, ανάγκη της ψυχής, που είναι όμοια με την ανάγκη επιστροφής στις πρώτες πηγές — τις καθαρές — για αναβάπτισμα. Γιατί οι λογοτέχνες αυτοί παραμένουν οπωσδήποτε οι γενάρχες της πεζογραφίας μας. Μετουσίωσαν την αλήθεια της ζωής σε λογοτεχνία και δημιούργησαν ολοκληρωμένα σύμβολα. Έστησαν με τα πεζογραφήματά τους (τη Φόνισσα, το Ζητιάνο, τον Πατούχα, το Η ζωή και ο θάνατος τον Καραβέλα κλπ.) πεζογραφικούς χαρακτήρες, τύπους αληθινούς, βαθύτατα ανθρώπινους. Ο Καρκαβίτσα απομόνωσε από την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα και της εποχής του έναν ανθρώπινο τύπο — που τα γνωρίσματά του δε λείπουν από άτομα της εποχής μας — και απεικόνισε με περιγραφική δύναμη και ρεαλισμό τις διαστάσεις της σατανικής του προσωπικότητας. Αυτή είναι και η αιτία, για την οποία ο Ζητιάνος, το σημαντικότερο έργο του Καρκαβίτσα στο χώρο της πεζογραφίας της περιόδου 1880-1920 και από τις αξιολογώτερες προσφορές της πεζογραφίας της περιόδου αυτής στο ευρύτερο σώμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, θα ενδιαφέρη άμεσα το σημερινό και πιθανότατα και το μελλοντικό αναγνώστη. Η παρατήρηση που με οξυδέρκεια διατύπωσε πριν από μισόν αιώνα (1922) ο Φώτος Πολίτης για το Ζητιάνο εξακολουθεί να είναι και σήμερα ισχυρή, διότι: «... Πικρά σάτιρα είναι ο Αποσπασματάρχης, φοβερός μυκτηρισμός ο Ζητιάνος, ο όποιος προσλαμβάνει σχεδόν τας διαστάσεις και τον χαρακτήρα μορφής συμβολικής. Ο Τζιριτόκωστας δεν είναι απλώς ένας κοινός τύπος Κραβαρίτη. Είναι ο Έλλην πολιτικός, ο Έλλην επιστήμων, ο Έλλην χρηματιστής ή έμπορος, ο ολέθριος «έξυπνος» Ρωμιός της εποχής μας, ο εκμεταλλευόμενος την ευπιστίαν και την αφέλειαν του πλήθους, αμείλικτος όταν πρόκειται δια την πεντάραν, ταπεινές και χαμερπής προ του ισχυρού, οπισθόβουλος, αεικίνητος, δόλιος, άνθρωπος χωρίς οίκτον, χωρίς ιερόν και όσιον, αδηφάγος και άθλιος και... νικητής. Ναι, νικητής! Αυτό είδεν ο Καρκαβίτσας και ετρόμαξε. Η νίκη του Ζητιάνου Έλληνος — του "έξυπνου" Έλληνος, ο όποιος δεν προσφέρει τίποτε εις την κοινωνίαν, αλλά ζη, πλουτίζει και τρέφεται εις βάρος της — η νίκη αύτη τον εξάφνισε και τον απήλπισε. Δεν ήτο οιωνός καλός. Εφανέρωνε σήψιν και αποσύνθεσιν...».