Ροζάνης Στέφανος, Ερμηνευτικές αναγνώσεις, «Η σιωπή του Κενταύρου. Μια ανάγνωση του Αλαφροϊσκιωτου του Άγγελου Σικελιανού»
 
Αθήνα 1997, Ελληνικά Γράμματα, Σσ. 65-77
 
 
 

Ο τίτλος της παρούσης εργασίας παραπέμπει στην ποιητική πρόζα του Maurice de Guèrin «Ο Κένταυρος». Ένα κείμενο το οποίο, κατά την ομολογία της Άννας Σικελιανού, αγαπούσε ο Σικελιανός και το οποίο, κατά τη διατύπωσή της, «ταυτίζεται με τη διάθεση» του ποιητή. Θα επιχειρήσω μιαν ανάγνωση του «Αλαφροΐσκιωτου» με αφετηρία την πρόθεση του κειμένου αυτού, τη δημιουργική του διάθεση, τους αναφορικούς άξονες της ρομαντικής του κοσμοαντίληψης. Αλλά βέβαια ο στόχος της εργασίας μου διόλου δεν θα είναι η παράλληλη ανάγνωση των δύο κειμένων. Δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω πότε ακριβώς ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με την ποιητική πρόζα του Guèrin, και εξάλλου λίγο θα με ενδιέφερε η χρονολογική διακρίβωση. Εκείνο που προτίθεμαι να διερευνήσω είναι η αντιστικτική σχέση των δύο κειμένων: προτίθεμαι να διαβάσω τον «Αλαφροΐσκιωτο» ως μια ποιητική κοσμοεικόνα η οποία δημιουργείται στον αντίποδα του «φυσικού υπερφυσικισμού» της ρομαντικής κοσμοαντίληψης του Maurice de Guèrin. Έτσι, ελπίζω να φωτισθούν ορισμένες πλευρές της ποιητικής διάθεσης του Σικελιανού, και να αναδειχθούν κάποιες από τις ποιητικές στάσεις του «Αλαφροΐσκιωτου» για τις οποίες, άλλωστε, ο ίδιος ο Σικελιανός έχει εκ των υστέρων μιλήσει, επιχειρώντας να τις ερμηνεύσει, ή τέλος πάντων να τις διαφωτίσει. Θα δειχθεί, πιστεύω, έτσι πως και γιατί ο Κένταυρος σιωπά μέσα στο ποίημα του Σικελιανού.

 

Ωστόσο με το κεφάλι γερτό απ' τον αέρα που φυσούσε τη δροσεράδα, πρόσεχα την κορυφή των βουνών που απομακρύνονταν σε λίγες στιγμές, τα δέντρα στις ακρογιαλιές και τα νερά των ποταμών, που αυτά τα κινούσε μια λαγγεμένη ροή ενώ τα άλλα, δεμένα στον κόρφο της γης με μόνη κίνηση τα κλαριά τους, ήσαν υποταγμένα στις πνοές του ανέμου που τους επιβάλλουν το θρήνο... Ζώντας αμέριμνος με τα ποτάμια, αναπνέοντας διαρκώς την Κυβέλη στο βάθος των κοιλάδων ή στην κορυφή των βουνών, πεταγόμουνα παντού σα μια ζωή τυφλή και ξέφρενη.

 

Η γλώσσα του Κενταύρου διεκτραγωδεί τα παθήματά της· τα παθήματα της νεότητάς της η οποία μοιάζει με τα χλωροπράσινα δάση βασανισμένα από τους αγέρηδες. Αλλότρια παθήματα μιας νεότητας άλλης διεκτραγωδεί ο Σικελιανός, οδοιπορώντας ανάμεσα σε σιωπηλά νερά και χλωροπράσινους ελαιώνες:

 

Και ως λούστηκα, στα σιωπηλά νερά, και μελετούσα

Μακριά, τα ατάραγα βουνά και το στρωτόν τον άμμο,

Που ως αλαφρό φιδόντυμα, ο αφρός τον έζωνε όλον,

Ο ανασασμός της θάλασσας, από μπροστά μου επέρνα,

Ωσάν τη ροή του σκαθαριού, μες τη σιωπή του κάμπου

Και το κοπάδι, στο βουνό, που ανήφορον επάτει,

Εβύθιζε το αντίφωνο, των κουδουνιών, στα θάμνα.

..............................................................

Και η λησμονιά με βύθισε, μες τη σιωπήν ακέριο,

Βαθύτερη απ' το θάνατο, βαθύτερη απ' τον ύπνο.

Μηδέ την άπειρη σιγή, που ετάραζε, απλωμένος,

Απ ' ώρα σε ώρα, ως άκουγα, βαθιά της γης να τρέμη,

Που ετριποδίζανε μακριά, τα βώδια στο παιγνίδι,

Μηδέ που αντιχτυπούσανε τα κέρατα, σαν κλώνοι,

Που αντιχτυπάνε της ελιάς και τη σιωπή πληθαίνουν.

 

Θα έλεγε κανείς πως με την ίδια διάθεση οδοιπορούν οι δύο οδοιπόροι: βασανισμένοι απ' τους ίδιους αγέρηδες μέσα σε μια γενέθλια Γη, με την περηφάνια της ελεύθερης δύναμης που τη διατρανώνει μια Φύση στοιχειωμένη από θεούς, δαίμονες και πωγωνοφόρους σατύρους. Και μέσα σ' αυτή τη στοιχειωμένη Φύση βιώνουν μια ζωή τυφλή και ξέφρενη, καθώς ομολογεί ο Guèrin, ή «μια ενόραση που τοποθετεί την ύπαρξη του ανθρώπου, όχι ως γεγονός οπού αφορά περιορισμένη περιοχή δημιουργικών δυνάμεων της γης, αλλ' αυτό το ίδιο περιεχόμενο και κέντρο ακέριας της Κοσμογονίας», όπως μας ειδοποιεί, εκ των υστέρων ερμηνεύοντας, ο Σικελιανός.

Εν τούτοις, οι οδοιπόροι ακολουθούν εντελώς διαφορετικά μονοπάτια μέσα στη στοιχειωμένη Φύση. Και όχι μόνον υφολογικά ή μορφολογικά, καθώς η αυστηρή ποιητική φόρμα του Σικελιανού αντιπαρατίθεται στην ευρύτητα της ποιητικής πρόζας του Guèrin. Μα ίσα ίσα, επειδή η αυστηρή ποιητική φόρμα και η πρόζα η ποιητική διεκτραγωδούν διαφορετικές διαθέσεις, προθέσεις ασύμβατες, αφετηρίες και σκοπούς αλλότριους.

            Η περιπλάνηση του Κενταύρου μέσα στη γενέθλια Γη είναι η εμπειρία μιας υπέρβασης: «μια ουσιώδης ώσμωση ανάμεσα στην ψυχή και στον κόσμο». Και η Φύση μέσα στην οποία πλανάται, αναζητώντας αυτή την υπέρβαση, είναι η Natura Naturans, η φυσιώσα Φύση, ο ναός της θείας προφάνειας, η ιερότητα της ψυχής και του κόσμου. Η φυσιώσα Φύση του φυσικού υπερφυσικισμού είναι γεμάτη έγνοιες, γεμάτη προθέσεις, γεμάτη σκοπούς. Μια Φύση που μελαγχολεί και νοσταλγεί, ακούει και μιλά, αισθάνεται και ανταποκρίνεται. Και ο Κένταυρος μορφώνει την ποιητική του γλώσσα κατά τον ήχο αυτών των ανταποκρίσεων, αυτών των correspondances, καθώς άρεσε στον Μπωντλαίρ να λέγει. Η ώσμωση της ψυχής με τη Φύση αποκαλύπτει τη Φύση και την ψυχή σε μιαν ενότητα οργανική· σ' έναν πανθεϊσμό μέσα στον οποίο το θαύμα της Φύσης δεν ξετυλίγεται μπροστά στα εκστατικά μάτια του θεωμένου, αλλά είναι το ίδιο το θαύμα της ψυχής του που τη διαπερνά το τρίτο πρόσωπο της αγίας Τριάδος· αυτό το ίδιο πρόσωπο που δονεί τη Φύση με τις δονήσεις της ψυχής, και την ψυχή με τις δονήσεις της Φύσης. Η ποιητική πρόζα του Guèrin πάλλεται από το φυσικό υπερφυσικισμό της ρομαντικής Weltanschauung.

            Αντίθετα, η ρωμαλέα, υγιής φύση της γενέθλιας Γης του Σικελιανικού οραματισμού δεν έχει έγνοιες, προθέσεις ή σκοπούς. Ξετυλίγεται αμέριμνη και θαυμαστή μέσα στην ανεμελιά της μπροστά στα εκστατικά μάτια του θεωμένου. Είναι ένα θαύμα και όχι μια εμπειρία υπέρβασης· ένα θαύμα που κάνει τον θεώμενο να οραματίζεται την ενεργητικότητα της παντοδύναμης παρουσίας της φυσικής γης που κείται εδώ, συγκεκριμένη και απτή, χωρίς να βασανίζεται από τους ανέμους και τις πνοές του πνεύματος· χωρίς να τη διαπερνά άλλο ρίγος εκτός από το ρίγος του θαυμαστού της κάλλους: ο ανασασμός της θάλασσας, η βοή του σκαθαριού και η σιωπή του κάμπου. Ουδέ καν μια Κοσμογονία δεν διεκτραγωδεί αυτή η ρωμαλέα, υγιής φύση· κι ας βεβαιώνει, εκ των υστέρων, αλλιώς ο Σικελιανός. Διότι η Κοσμογονία έχει συντελεσθεί σε χρόνο άχρονο· και ο χρόνος όπως και ο τόπος αυτής της φύσης της ρωμαλέας είναι συγκεκριμένος· είναι το εδώ, ο αιώνιος παροντισμός της. Η ανθρώπινη ύπαρξη είναι ριγμένη μέσα στη φύση του Σικελιανού· δεν μετέχει σ' αυτή παρά μόνον με την εκστατική ματιά της, με την εκστατική της αίσθηση καθώς αναπνέει το μυρωμένο αγέρα της, και νιώθει να την αγκαλιάζουν τα σιωπηλά νερά της. Γι' αυτό και η ύπαρξη λησμονιέται μέσα στο θαύμα το φυσικό· και αυτή η λησμονιά είναι «βαθύτερη απ' το θάνατο, βαθύτερη απ' τον ύπνο». Η γενέθλια Γη του Σικελιανού είναι, για να χρησιμοποιήσω μια διατύπωση του Martin Heidegger, «κάτι που περιβάλλει και σιγουρεύει προκύπτοντας· είναι κάτι αβίαστα ακόπιαστο-ακαταπόνητο»,

 

Βοή του πελάου, πλημμυρίζει

Τις φλέβες μου·

Απάνω μου τρίζει,

Σα μυλολίθαρο ο ήλιος·

Γεμάτες χτυπάει τις φτερούγες ο αγέρας.

Αγκομαχάει το άφαντο αξόνι·

Γαληνεύει, ως στον άμμο, βαθιά μου

Και απλώνεται η θάλασσα πάσα-

 

            Ο «Αλαφροΐσκιωτος» προσφεύγει στη φύση· στο θαύμα το φυσικό  στην ακόπιαστη-ακαταπόνητη ενεργητικότητα της γενέθλιας Γης. Είναι ξένος προς των πραγμάτων την καταγωγή. Ξένοι θεοί δεν αναστατώνουν την «υπέρλευκη γαλήνια θάλασσά» του. Κανένα μυστικό δεν κρύβει ο αγέρας του («Δίχως κρυφό κανένα απ' τον αγέρα»). Την αθωότητά του δεν την ταράζουν οι αινιγματικές μορφές εκείνων «που υπεξαιρούν το προνόμιο των αθανάτων», τους οποίους εξαίρει η ποιητική γλώσσα του Guèrin, αγωνιώντας να αποκαλύψει το «κρυφό μυστήριο» μιας πολυμέριμνης Φύσης:

 

            Οι ζηλόφθονοι όμως θεοί έθαψαν κάπου τις μαρτυρίες της καταγωγής των πραγμάτων· αλλά σε ποιάν άκρη του ωκεανού εκύλησαν την πέτρα που τις σκεπάζει, ω Μακάριε;

 

            «Από παιδί», εξομολογείται ο Σικελιανός, «προσπέφτοντας αυθόρμητος ικέτης μπρος στη Φύση, δεν μετάφερα ποτέ μαζί μου ούτε μια σκέψη, ούτε ακόμα μια λέξη μαθημένην à priori απέναντι της, που να μπορεί να σταθεί ωσάν εμπόδιο κι ως σκιά στη μεταξύ μας λαγαρή επικοινωνία». Και είναι εδώ απόλυτα ειλικρινής ο Σικελιανός και σύμφωνος με του «Αλαφροΐσκιωτου» την εκστατική στάση· τη στάση της «βουβής» απέναντι στη φύση προσφυγής. Το κατορθωμένο σώμα του «Αλαφροΐσκιωτου» είναι ακριβώς αυτή η βουβή προσφυγή, αυτή η σχέση η βιοτική με τη φύση, για την οποία μας έχει ειδοποιήσει ο Γιάννης Μηλιάδης. Και η σχέση η βιοτική είναι πιθανώς ένας ομότονος δεσμός με τη φύση· μια αίσθηση εντελώς αντίθετη με τον οργανικό δεσμό ψυχής και Φύσης. Η ομοτονία του εκστατικού θεωμένου με το φυσικό θαύμα δεν αλλοιώνει ούτε την ψυχή του θεωμένου ούτε της φύσης το ακόπιαστο και ακαταπόνητο σώμα. Τα δύο ενεργήματα του θείου (ανθρώπινη ύπαρξη και φύση) προσέρχονται αυτούσια σε μια εθελούσια σχέση, διατηρώντας το καθένα την αυτεξουσιότητα και την αυτενέργειά του, μα όταν ο δεσμός είναι οργανικός, τότε αυτεξουσιότητα και αυτενέργεια καταλύονται. Τα όρια της φύσης πρέπει να ξεπερασθούν και να προβάλει η προαίσθηση της ψυχής, η απόλυτη κυριαρχία του πνεύματος. Και τότε το γήινο συγχωνεύεται με το ουράνιο, όπως μας δίδαξε η ρομαντική γλώσσα του Friedrich Schelling: «Όταν τα όρια της φύσης ξεπερασθούν και το τερατώδες, προϊόν της αρχικής ελευθερίας, έχει κατασταλεί, και η προαίσθηση της ψυχής έχει ομορφήνει το σχήμα και τη μορφή  τότε οι ουρανοί λάμπουν, το απαλυμένο γήινο είναι ικανό να συγχωνευθεί με το ουράνιο, και το ουράνιο με τη σειρά του με το ευγενικά ανθρώπινο». Μα οι ουρανοί του «Αλαφροΐσκιωτου» λάμπουν μέσα στα όρια της φύσης· η γη δεν συγχωνεύεται με το ουράνιο· ομοφωνεί πιθανώς με το θείο μα δεν συγχωνεύεται, δεν αλλοιώνεται, δεν υπηρετεί σκοπούς και έγνοιες του πνεύματος:

 

Την πλάση άγγιξε ανάλαφρα,

Παντού και τρίσβαθα η ορμή μου,

Σαν τον πηλόν ακέριο ευώδιασεν

Από τη δρόσο το κορμί μου,

Που ξαφνικά εποτίζονταν

Κ' εδίψα, περιμένοντας

Μια ξαφνική βροχή να ρίξη.

Στη γα και στην ψυχή,

Τα κάματα και τα λιοβόρια που είχαν φρύξει.

 

            Στη σχέση τη βιοτική του Σικελιανού με τη φύση, το ανθρώπινο λατρεύεται ως φυσικό, ως μορφωμένο υλικό σχήμα, ως σώμα. Το ανθρώπινο κορμί έχει την ίδια ενεργητικότητα με τη φύση, είναι ομοούσιο με τη φύση, με την ελευθερία της, με τη δύναμή της τη ζωική. Κι έτσι ακριβώς λατρεύεται. Όχι ωσάν το δίμορφο κορμί του Κενταύρου, του σκοτεινού θεού, του άγριου κυνηγού που φορά «μανδύα σκεπασμένο με άστρα», και που τον γέννησε ο Κρόνος με γυναίκα τη Φιλύρα, την κόρη του  Ωκεανού. Στη Σικελιανική λατρεία του σώματος οι μορφές είναι διακεκριμένες και ευδιάκριτες. Το σώμα της φύσης και το σώμα το ανθρώπινο είναι πλασμένα από την ίδια «στέρεη πραγματικότητα, που δε μπορείς μηδέ πρέπει να την ξαστοχήσης», καθώς έλεγε ο Κλέων Παράσχος. Και το ίδιο στέρεη πραγματικότητα είναι και ο λαός που παρεμβαίνει στο ποίημα ως εκδήλωση μιας καθαρά ζωικής δύναμης, μιας φυσικής παρουσίας που τη διαπερνά το θαύμα το φυσικό. Ο λαός του «Αλαφροΐσκιωτου» ξεπηδά μέσα από τη μήτρα της φύσης· είναι το ρωμαλέο χοϊκό δημιούργημα της υγιούς φύσης του Σικελιανικού οραματισμού. Και όπως το σώμα λατρεύεται ως φυσική ορμή, έτσι και ο λαός: ως ρωμαλεότητα και υγεία, ακατάβλητη ενέργεια ισοσθενής με το θαύμα το φυσικό:

 

Παντού ο λαός· κ' ελάτρεψα,

Και στη λαχτάρα μου είπα·

«Βάλε το αυτί στα χώματα».

Και 'φάνη μου πως η καρδιά

Της γης, βαριά αντιχτύπα.

Κι' έβλεπε απάνω απ' την κορφή

Βαθιά, την πλάση πάσα,

Τον ουρανόν ανάσαινα

Και δε μου ακούγονταν η ανάσα.

 

            Αλλά η σχέση η βιοτική με τη φύση έχει και μιαν άλλη διάσταση: τη μυθική. Είναι μια σχέση μυθοποιημένη, με την έννοια ότι η ίδια η φύση είναι ένα ιερό αμόλυντο και απαραβίαστο, ένας τόπος λειτουργικός όπου μέσα του ιερουργεί η ζωική δύναμη· και είναι επιπλέον η Γη η γενέθλια των μυθικών μορφών και των ηρώων. Η φύση του «Αλαφροΐσκιωτου» είναι μυθική. Πολύ πριν την ατενίσουν τα εκστατικά του μάτια την έχει αναστήσει της Οδύσσειας ο στίχος· ο νους του τραγωδού και του ραψωδού η αρμονία την έχουν πλουτίσει με μανία ιερή· θεοί και ναοί την ενοικούν και από τα σπλάχνα της αναδύεται των ηρώων η μοίρα:

 

Αλλού οι ναοί και αλλού οι θεοί.

Μου αστράφτει γύρω των ηρώων η μοίρα.

Τη μοναξιά, στη δύναμή μου υπόταξε-

Της γλαυκομάτας η έγνοια μου είναι κλήρα!

 

            Μα πάλι, αυτή η μυθικότητα της φύσης και της γενέθλιας Γης δεν είναι μιασμένη από την αγωνιώδη κίνηση του πνεύματος που μάταια κυνηγά μια «υποσυνείδητη επιστήμη», καθώς την ονομάζει ο Schelling· μιαν αποκάλυψη, δηλαδή, της ψυχής μέσα από τα θεία σύμβολα· μια ρήση από τα στόματα θεών και ημιθέων για την επανεύρεση της χαμένης ουσίας, της Ιδέας, της πνευματικής ενέργειας που ενοικεί τη Φύση και την ψυχή, που εμψυχώνει τη Φύση και φυσικοποιεί την ψυχή. Ιδού η αγωνία του Κενταύρου:

 

Αναζητάς τους θεούς, ω Μέλαμπε! και από που κατάγεται ο άνθρωπος; τα ζώα και τα στοιχεία της παγκόσμιας πυράς; Όμως ο Γέρο- Ωκεανός, Πατέρας των Πάντων, κρατάει μέσα του αυτά τα μυστικά και οι νύμφες που τον κυκλώνουν διαγράφουν με τα τραγούδια τους ένα αιώνιο χορό μπροστά του, για να σκεπάζουν ό,τι μπορούσε να ξεφύγει απ' τα μισάνοιχτα χείλη του όταν κοιμάται. Οι θνητοί, που αγγίξανε τους θεούς με την αρετή τους, δέχτηκαν από τα χέρια τους τη λύρα για να μαγεύουν τους λαούς ή νέες σπορές για να τους πλουτίζουν, αλλά τίποτε δεν ξέφυγε απ' το ανελέητο στόμα τους.

 

Il cielo è chiuso e non ode (Ο ουρανός είναι κλειστός και δεν ακούει), μας λέγει η σπαρακτική γλώσσα του Σολωμού που αναζητά το μάγεμα της Φύσης μέσα στην απελπισμένη του ψυχή, και είναι το ίδιο απελπισμένο αυτό το μάγεμα όπως και η ψυχή του. Μα στον Σικελιανό οι θεοί δεν έχουν μυστικά. Διότι ο τόπος τους είναι η διαύγεια, η καθαρότητα του ουρανού και της γενέθλιας Γης. Αυτή η καθαρότητα δεν τους αποκρύπτει· αυτή τους υποδέχεται φιλόξενα μέσα στη μήτρα της. Η μήτρα της φύσης είναι η μήτρα των θεών. Οι θεοί κατοικούν στη φύση· είναι εκεί παρόντες. Και η γενέθλια Γη τους περιβάλλει προκύπτοντας· όπως περιβάλλει και τον εκστατικό θεώμενο. Η μυθικότητα του Σικελιανικού οραματισμού και της σχέσης του της βιοτικής με τη φύση βρίσκεται στον αντίποδα της ρομαντικής μυθικότητας που είναι ένα «σύστημα συμβόλων»· μια «ένωση του γενικού και του μερικού», καθώς ομολογούσε ο Schelling, συνδέοντας την ποίηση με την ανάγκη δημιουργίας μιας «καινούργιας μυθολογίας που θα είναι στην υπηρεσία των ιδεών, μιας μυθολογίας του Λόγου». Γι' αυτό και τα «άλογα του Αχιλλέα πριν ονομασθούν ιερά και ακατάλυτα, πριν, δηλαδή αποκαλύψουνε τη θεϊκή τους καταγωγή, «περιγράφονται», καθώς σημειώνει ο  Έντμουντ Κήλυ, «όπως θα περιέγραφε κανείς δύο, οποιαδήποτε περήφανα άτια που θα έβλεπε στον διπλανό αγρό». Διότι ακριβώς ο μύθος ομοτονεί με τη φύση, είναι το ίδιο φυσικός όπως και τα ενεργήματα της φύσης, όπως και το θαύμα το φυσικό που συγκλονίζει την ψυχή και τις αισθήσεις.

            Επιχείρησα να αντιπαραθέσω δύο ποιητικές κοσμοεικόνες που δεν είναι άσχετες μεταξύ τους, παρόλο που η μια βρίσκεται στον αντίποδα της άλλης. Ο αντιρομαντικός τόπος της ποίησης του Σικελιανού πιστεύω ότι φωτίζεται σημαντικά από την αντιπαράθεση αυτή, και ίσως να προϋποθέτει το ρομαντικό τόπο για να διασαφιστούν οι δημιουργικές του προθέσεις. Αν τώρα αυτό πράγματι συμβαίνει, όπως έχω τη βεβαιότητα, τότε σίγουρα μπορούμε να ξαναδιαβάζουμε τον «Αλαφροΐσκιωτο» μ' ένα ανανεούμενο ενδιαφέρον.