Μελαχρινός Απόστολος, Τα ποιήματα, επιμέλεια, εισαγωγή Αγορή Γκρέκου
 
Αθήνα 1994, Εστία. Σσ. 12-15
 
 
 

Η σύνθεση των ποιημάτων που περιέχονται στο δεύτερο ποιητικό του βιβλίο, Παραλλαγές, πρέπει να ολοκληρώθηκε λίγο πριν από τη δημοσίευση τους, στις αρχές του Καθένα ξεχωριστά από τα κείμενα του βιβλίου αυτού φαίνεται αυτοτελές όλα μαζί όμως μοιάζουν με παραλλαγές μίας διάθεσης και συγκροτούν ένα έργο, το όποιο θα μπορούσε να θεωρηθεί, εν μέρει, παραλλαγή της προηγούμενης ποίησης του, αφού για τη σύνθεση αρκετών χωρίων του ο Μελαχρινός αξιοποίησε, αναπλάθοντας το, υλικό από τα ποιήματα που είχε δημοσιεύσει το 1902-1903 στη Ζωή και από το Ό δρόμος φέρνει... Ενώ όμως στην πρώτη του ποιητική συλλογή, αύτη καθ’ εαυτή η αποκάθαρση του ποιητικού λόγου από στοιχεία αφηγηματικά και περιγραφικά τον είχε οδηγήσει στην κατάχρηση του ηχητικού στοιχείου των λέξεων, στις Παραλλαγές η σημασιακή αξία του φωνητικού υλικού αναπτύσσεται και λειτουργεί σε συνάρτηση με τη διαμόρφωση ενός πυκνού πλέγματος συμβόλων των οποίων το κεντρικό νόημα αλλοιώνεται η ρευστοποιείται. Ή πυκνότητα και η ρευστότητα των συμβόλων σε συνδυασμό με την αποδυνάμωση του αναπαραστατικού περιεχομένου και τον περιορισμό της επενέργειας του οπτικού υλικού, καθιστούν το παραγόμενο νόημα υποβλητικό, μυστηριώδες ίσως η μερικώς μόνο αποκρυπτογραφήσιμο, όχι όμως απρόσιτο, όπως έκρινε ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, το 1907 όταν με κάποια αμηχανία και επιφύλαξη, δίχως όμως αρνητική διάθεση, παρουσίασε το βιβλίο αυτό στην εφημερίδα Νέον Άστυ.

Σε πρώτο επίπεδο το νόημα των Παραλλαγών ταυτίζεται με την έκφραση μιας θλίψης στην οποία εμπλέκονται λυτρωτικά τα στοιχεία της φύσης και στοιχεία μυθικά η ονειρικά, ό,τι δηλαδή συνθέτει, κατά τον ποιητή, τον αγνό λυρικό κόσμο.  Ή γνώση μάλιστα των βιογραφικών στοιχείων του Μελαχρινού ενισχύει την εντύπωση ότι η θλίψη αυτή είναι συνεπεία μιας αδιέξοδης ερωτικής εμπειρίας. Υπό το φως όμως των θεωρητικών αντιλήψεων που διατύπωσε από το 1909 κι έπειτα, άμεσα στα κριτικά άρθρα και συνεντεύξεις του, ποιητικά στον Απολλώνιο, και οι όποιες συγκροτούν μια μυστική, μονιστική προσέγγιση της, ζωής και της τέχνης, αποκαλύπτεται η ύπαρξη ενός βαθύτερου, πιο περίπλοκου νοήματος, που διατρέχει το βιβλίο δίνοντας στον ποιητικό του λόγο την ενότητα του. Στο βαθύτερο-αυτό νοηματικό επίπεδο πρωταγωνιστικό ρόλο παίζει η ψυχή με την ήρεμα θλιμμένη η κατανυκτική παρουσία της διαποτίζει τον περιγραφόμενο μυθικό η ονειρικό κόσμο, εμψυχώνει ό,τι στην πραγματικότητα είναι άψυχο, ανασταίνει ό,τι δεν υπάρχει πλέον. Η παρουσία της συνδέεται άμεσα με τη μνήμη, η αφύπνιση της οποίας υποδηλώνεται ως απαραίτητη προϋπόθεση για να διαδραματίσει η ψυχή τον ζωοποιό ρόλο της. Ακόμη, υπό την αυλό παρουσία της ψυχής, συμφιλιώνονται το διονυσιακό με το απολλώνιο στοιχείο, το παγανιστικό με το-χριστιανικό. Κατ’ ουσίαν, ο αποδιδόμενος στην ψυχή ρόλος ταυτίζεται με αυτόν που αποδίδει ο Μελαχρινός στον ποιητή και η ποιητική συμφιλίωση αντιθετικών καταστάσεων ανταποκρίνεται στο ιδεώδες της ένωσης των όντων και των πραγμάτων με σκοπό την διά του πνεύματος επιστροφή στην πρώτη αρχή τους, την οποία ο Μελαχρινός εντοπίζει όχι σε ένα ανώτερο, πέραν του κόσμου τούτου ον, αλλά σε μια ιδεώδη, άναρχη κατάσταση της φύσης οπού κυριαρχεί ο μαγικός, δηλαδή ο κατεξοχήν ποιητικός, μουσικά αρθρωμένος λόγος («η επωδή»). Η απουσία, άλλωστε, από τις Παραλλαγές, ενός πραγματικά χριστιανικού θρησκευτικού συναισθήματος, παρά τις συχνές αναφορές στο τελετουργικό της εκκλησίας και τη θρησκευτική ποίηση, εξηγείται από αυτήν ακριβώς τη θεωρητική τοποθέτηση του, που δεν αποδέχεται «καμμιά αφορμή θρησκευτική (εξόν από την έμφυτη φυσιολατρεία)».