Σεφέρης Γιώργος
«Πάνω σ’ έναν ξένο στίχο». Τετράδιο γυμνασμάτων
 
 
Ποιήματα, Εκδόσεις Ίκαρος 2000, Σσ.87-89,212-215,239-242, Πρώτη Έκδοση Έργου:1932
 
 

Ευτυχισμένος που έκανε το ταξίδι του Οδυσσέα.

Ευτυχισμένος αν στο ξεκίνημα, ένιωθε γερή την αρμα-

τωσιά μιας αγάπης, απλωμένη μέσα στο κορμί του,

σαν τις φλέβες όπου βουίζει το αίμα.

 

Μιας αγάπης με ακατέλυτο ρυθμό, ακατανίκητης σαν τη

μουσική και παντοτινής

γιατί γεννήθηκε όταν γεννηθήκαμε και σαν πεθαίνουμε,

αν πεθαίνει, δεν το ξέρουμε ούτε εμείς ούτε άλλος

κανείς.

 

Παρακαλώ το θεό να με συντρέξει να πω, σε μια στιγμή

μεγάλης ευδαιμονίας, ποια είναι αυτή η αγάπη·

κάθομαι κάποτε τριγυρισμένος από την ξενιτιά, κι ακούω

το μακρινό βούισμά της, σαν τον αχό της θάλασσας

που έσμιξε με το ανεξήγητο δρολάπι.

 

Και παρουσιάζεται μπροστά μου, πάλι και πάλι, το φαν-

τασμα του Οδυσσέα, με μάτια κοκκινισμένα από του

κυμάτου την αρμύρα

κι από το μεστωμένο πόθο να ξαναδεί τον καπνό που

βγαίνει από τη ζεστασιά του σπιτιού του και το σκυλί

του που γέρασε προσμένοντας στη θύρα.

 

Στέκεται μεγάλος, ψιθυρίζοντας ανάμεσα στ' ασπρισμένα

του γένια, λόγια της γλώσσας μας, όπως τη μιλούσαν

πριν τρεις χιλιάδες χρόνια.

Απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το

δοιάκι, με δέρμα δουλεμένο από το ξεροβόρι από την

κάψα κι από τα χιόνια.

 

Θα 'λεγες πως θέλει να διώξει τον υπεράνθρωπο Κύκλωπα

που βλέπει μ' ένα μάτι, τις Σειρήνες που σαν τις α-

κούσεις ξεχνάς, τη Σκύλλα και τη Χάρυβδη απ' ανά-

μεσό μας·

τόσο περίπλοκα τέρατα, που δεν μας αφήνουν να στοχα-

στούμε πως ήταν κι αυτός ένας άνθρωπος που πά-

λεψε μέσα στον κόσμο, με την ψυχή και το σώμα.

 

Είναι ο μεγάλος Οδυσσέας· εκείνος που είπε να γίνει το

ξύλινο άλογο και οι Αχαιοί κερδίσανε την Τροία.

Φαντάζομαι πως έρχεται να μ' αρμηνέψει πώς να φτιάξω

κι εγώ ένα ξύλινο άλογο για να κερδίσω τη δική μου

Τροία.

 

Γιατί μιλά ταπεινά και με γαλήνη, χωρίς προσπάθεια,

λες με γνωρίζει σαν πατέρας

είτε σαν κάτι γέρους θαλασσινούς, που ακουμπισμένοι στα

δίχτυα τους, την ώρα που χειμώνιαζε και θύμωνε ο

αγέρας,

 

μου λέγανε, στα παιδικά μου χρόνια, το τραγούδι του

Ερωτόκριτου, με τα δάκρυα στα μάτια·

τότες που τρόμαζα μέσα στον ύπνο μου ακούγοντας την

αντίδικη μοίρα της Αρετής να κατεβαίνει τα μαρμα-

ρένια σκαλοπάτια.

 

Μου λέει το δύσκολο πόνο να νιώθεις τα πανιά του καρα-

βιού σου φουσκωμένα από τη θύμηση και την ψυχή

σου να γίνεται τιμόνι.

Και να 'σαι μόνος, σκοτεινός μέσα στη νύχτα και ακυβέρ-

νητος σαν τ' άχερο στ' αλώνι.

 

Την πίκρα να βλέπεις τους συντρόφους σου καταποντι-

σμένους μέσα στα στοιχεία, σκορπισμένους: έναν-

έναν.

Και πόσο παράξενα αντρειεύεσαι μιλώντας με τους πεθα-

μένους, όταν δε φτάνουν πια οι ζωντανοί που σου

απομέναν.

 

Μιλά... βλέπω ακόμη τα χέρια του που ξέραν να δοκιμά-

σουν αν ήταν καλά σκαλισμένη στην πλώρη η γορ-

γόνα

να μου χαρίζουν την ακύμαντη γαλάζια θάλασσα μέσα

στην καρδιά του χειμώνα.