Καραντώνης Ανδρέας, Ο ποιητής Γιώργος Σεφέρης
 
Αθήνα 1963, Γαλαξίας και Αθήνα 1976, Παπαδήμας. Σσ. 136-143 (έκδοση 1963)
 
 
 

Ύστερα από δυο χρόνια, το ίδιο αυτό κύμα των πολέμων και των καταστροφών, που περνώντας από τον τόπο μας, αντί να τον καταπόντισε:, τον ανάδειξε καλύτερο απ' ό,τι είταν πριν, άρπαξε και τον Σεφέρη από την Αθήνα. Ακολούθησε το Κράτος, πρόσφυγας πια, στις συμμαχικές χώρες: Αίγυπτος, Νότιος Αφρική, Μέση Ανατολή. Όλα όσα μάντευε πριν τα ζει τώρα σ' ένα τρομαχτικό ανακάτωμα και σπάσιμο του ρυθμού της ζωής. Νέοι τόποι περνούν μπρος από τα έκπληκτα μάτια του, ενώ η γη τραντάζεται από τους βρόντους του πολέμου, κι' ο τόπος του μακρυά, περ' απ' το πέλαγος, είναι βυθισμένος στη δυστυχία. της σκλαβιάς. Αγωνίζεται να συγκρατήσει τα κομμάτια του εαυτού του που πάει να διαλυθεί μέσα στη θολούρα και την ανεμοζάλη των χρόνων 1941 - 1944. Στιγμές από το δράμα αυτό μας έδωσε στο Ημερολόγιο Καταστρώματος Β', που τύπωσε όταν γύρισε στην απελευθερωμένη πατρίδα του. Εδώ πάλι έχουμε να κάνουμε μ' έναν καινούργιο κόσμο αισθήσεων και εικόνων. Η Αίγυπτος με τις ερημιές της, το μεγάλο ποτάμι της και τις φοινικιές της, Οι μελαψές φυλές, η Παλαιστίνη με την Ιερουσαλήμ, «την πολιτεία της προσφυγιάς», παράξενα λουλούδια και φυτά, η νεκρή θάλασσα κι' ένα έξαλλο πλήθος δυστυχισμένων προσφύγων απ' όλα τα μέρη της σκλαβωμένης Ευρώπης δίνουν στον Σεφέρη καινούργιες ευκαιρίες να εικονογραφήσει τον τραγικό ποιητικό του στοχασμό. Κι εδώ, είναι πάντα ο ίδιος: μια φωνή όλη ερωτηματικά που γράφουνται τώρα στα σκοτάδια ή ανάμεσα σε αστραπές. Το Ημερολόγιο Καταστρώματος Β', έτσι όπως προβάλλονται τα τοπία του, μας δείχνει ένα Σεφέρη τρομαγμένο, ζαλισμένο. Βλέπει γύρω του σα να ονειρεύεται εφιάλτες. Ωστόσο, ποτέ δε λησμονεί ότι πρέπει κανείς οπωσδήποτε να προχωρεί με κάποια φρόνηση, ρωτώντας για το δρόμο, οποιονδήποτε θα μπορούσε να του δώσει μια απάντηση. Είναι κι' αυτό ένας εφιάλτης: να ξέρεις πως χάνεσαι, κι' όμως να αισθάνεσαι το χρέος της πορείας σου προς τη μοίρα σου. Τον εφιάλτη αυτό θαυμάσια τον απεικονίζει το καλύτερο ποίημα της συλλογής του, στο Ένας γέροντας στην ακροποταμιά. «Γέροντας», δηλαδή φορτωμένος μνήμες, είναι ο ίδιος μονολογώντας στην όχθη του Νείλου :

 

Κι' όμως πρέπει να λογαριάσουμε κατά που προχωρούμε,

όχι καθώς ο πόνος μας το θέλει και τα πεινασμένα

παιδιά μας

και το χάσμα της πρόσκλησης των συντρόφων από τον

αντίπερα γιαλό

μήτε καθώς το ψιθυρίζει το μελανιασμένο φως

στο πρόχειρο νοσοκομείο,

το φαρμακευτικό λαμπύρισμα στο προσκέφαλο του παλικαριού

που χειρουργήθηκε το μεσημέρι

άλλα με κάποιον άλλο τρόπο, μπορεί να θέλω να πω

καθώς

το μακρύ ποτάμι που βγαίνει από τις μεγάλες λίμνες τις

κλειστές βαθιά στην Αφρική

και είτανε κάποτε θεός κι' έπειτα γένηκε δρόμος και δωρητής

και διχαστής και δέλτα·

που δεν είναι ποτές του το ίδιο, κατά που δίδασκαν οι

παλαιοί γραμματισμένοι,

κι' ωστόσο μένει πάντα το ίδιο σώμα, το ίδιο στρώμα, και

το ίδιο Σημείο,

ο ίδιος προσανατολισμός.

 

«Ο ίδιος προσανατολισμός» αυτό είναι που χαραχτηρίζει σταθερά την ποιητική πορεία του Σεφέρη, από ποίημα σε ποίημα, από έκφραση σ' έκφραση, από τόπο σε τόπο, από χρόνο σε χρόνο. Η ανάγκη αυτή του ίδιου προσανατολισμού που τον φέρνει σε τόσες αλλαγές δεν του αλλάζει τίποτα από το εσωτερικό του όραμα της ζωής. Δεν είναι τούτο γνώρισμα που δείχνει την ασυμβίβαστη με ο,τιδήποτε άλλο  γνησιότητα του στοχασμού του και της ποιητικής του ευαισθησίας; σε μια περίοδο φαντασμαγορικά δυναμική, ηρωϊκή μα και φοβερά, σχεδόν εγκληματικά ρητορική - όπως είταν η περίοδος του πολέμου - ο Σεφέρης έμεινε με τον ανθρωπισμό του αναλλοίωτο στοχαστικός μπροστά στις αξίες και στα συνθήματα που άλλοι αγκάλιαζαν τυφλά, εχθρός των μεγάλων χειρονομιών, δύσπιστος στο θόρυβο των βροντερών λέξεων. Ποιο είναι το ιδανικό του -τουλάχιστον το ποιητικό; Μας το δίνει στους στίχους αυτούς, που είναι μια καταδίκη της ρητορικής και μια θαυμαστή διατύπωση της ανάγκης να γίνει πάλι η ποίηση ουσιαστικός λόγος:

 

Δε θέλω τίποτε άλλο απλά να μιλήσω απλά, να' μου δοθεί

    ετούτη να χάρη

Γιατί και το τραγούδι το φορτώσαμε με τόσες μουσικές

    που σιγά - σιγά βουλιάζει

και την τέχνη μας τη στολίσαμε τόσο πολύ που φαγώθηκε

    από τα μαλάματα το πρόσωπο της

κι' είναι καιρός να πούμε τα λιγοστά μας λόγια γιατί η

    ψυχή μας αύριο κάνει πανιά.

 

Όσο για τον ηρωϊσμό, μιλά με τ' απλά αυτά μα βαθυνόητα λόγια, που του «δόθηκε η χάρη» να τα βρει και να προφέρει:

 

Να μιλήσω για ήρωες να μιλήσω για ήρωες: ο Μιχάλης

που έφυγε μ' ανοιχτές πληγές απ' το νοσοκομείο

ίσως μιλούσε για ήρωες όταν, τη νύχτα εκείνη

που έσερνε το ποδάρι του μεσ' στη συσκοτισμένη πολιτεία.

Ούρλιαζε ψηλαφώντας τον πόνο μας· Στα σκοτεινά

πηγαίνουμε, στα σκοτεινά προχωρούμε...

Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά..

 

Έμεινε πιστός στον άνθρωπο που βασανίστηκε και τρίφτηκε κάτω από τις ρόδες των θριαμβευτικών αρμάτων του πολέμου. Τον όγκο, τον καπνό, τη λάμψη, το σατανικό μεγαλείο του πολέμου δεν τα συλλογίστηκε - τουλάχιστον σαν ποιητής. δεν τα συλλογίστηκε, γιατί έμεινε με το μέρος των σακάτηδων, των αιχμαλώτων και των προσφύγων -έμεινε με το μέρος του κρεμασμένου Χριστού, κοντά στο Σταυρό, όλη τη νύχτα:

 

Πάλι τα ίδια και τα ίδια, θα μου πεις, φίλε.

Όμως τη σκέψη του πρόσφυγα τη σκέψη του αιχμαλώτου

      τη σκέψη

του ανθρώπου σαν κατάντησε κι' αυτός πραμάτεια

δοκίμασε να την αλλάξεις, δεν μπορείς.

Ίσως και να 'θελε να μείνει βασιλιάς ανθφωποφάγων

ξοδεύοντας δυνάμεις που κανείς δεν αγοράζει

να σεργιανά μέσα σε κάμπους αγαπάνθων

ν' ακούει τα τουμπελέκια κάτω απ' το δέντρο του μπαμπού

καθώς χορεύουν οι αυλικοί με τερατώδεις προσωπίδες.

Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν

      το πεύκο, και τον βλέπεις

είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,

      νύχτες και νύχτες

είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δείχνουν οι στατιστικές,

ετούτα ρίζωσαν μεσ' στο μυαλό και δεν αλλάζουν

ετούτα φύτεψαν εικόνες ίδιες με τα δέντρα εκείνα

που ρίχνουν τα κλωνάρια τους μεσ' στα παρθένα δάση

κι' αυτά καρφώνουνται στο χώμα και ξαναφυτρώνουν

ρίχνουν κλωνάρια και ξαναφυτρώνουν δρασκελώντας

λεύγες και λεύγες

ένα παρθένο δασό σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.

 

Μ' ένα τέτοιο παρθένο δάσος μέσα του, πρόσφυγας και διπλωματικός, τριγυρίζοντας στις χώρες της Ανατολής, έπαιζε μελαγχολικά στην παλάμη του αυτό το νόμισμα. που λέγεται ζωή, και που δεν είναι παρά ο θάνατος, ή εξαφάνιση, ο χαμός, ή τρομαχτική απουσία. Καταθλιπτικό αίσθημα ματαιότητος των ανθρωπίνων :

 

Το κρατίδιο

της Κομμαγήνης που 'σβησε σαν το μικρό λυχνάρι

πολλές φορές γυρίζει στο μυαλό μας,

και πολιτείες μεγάλες που έζησαν χιλιάδες χρόνια

κι' έπειτα απόμειναν τόπος βοσκός για τις γκαμούζες

χωράφια για ζαχαροκάλαμα και καλαμπόκια.

 

Στο ίδιο αυτό ποίημα, που αθροίζει τους εφιάλτες του καθώς ετοιμάζεται γα μπαρκάρει από την Ιταλία τον Οκτώβριο του 1944 για να γυρίσει στην Ελλάδα, σφηνώνει μια επική ζωγραφιά αποκαμωμένων και φθαρμένων ανθρώπων. Είναι η φθορά που φυσιολογικά προκάλεσε ο πόλεμος σ' όλους όσους τον ζήσανε σαν εκπρόσωποι του Κράτους -σα δημόσιοι λειτουργοί του. Σ' αυτή την ομάδα δε διστάζει να τοποθετηθεί και ο ίδιος, έτσι σαν ένας Δαντικός αυτοκατηγορούμενος. Τι σκοτεινή πινελιά, τι απροσάρμοστη ρεαλιστική ζωγραφική μέσα σ' όλη, εκείνη την πολύβουη φαντασμαγορία της απελευθερωμένης Ελλάδας που νόμισε πως ξαναβγήκε στον ήλιο μα που δε μάντευε, τότε, πόσες δοκιμασίες την περίμεναν πέρα από τις πλατείες της γιορτής, ναι πόσο ακόμα θα ξέφτιζε ο άνθρωπος από όσο μας τον παρουσιάζει ο Σεφέρης σε τούτους τους πικρούς, σαν παρμένους από το χορικό άγνωστης τραγωδία, στίχους:

 

Ερχόμαστε απ' την άμμο της έρημος απ' τις θάλασσες του

     Πρωτέα,

 ψυχές μαραγκιασμένες από δημόσιες αμαρτίες,

 καθένας κι' ένα αξίωμα σαν το πουλί μεσ' το κλουβί του.

 Το βροχερό φθινόπωρο σ' αυτή τη γούβα

 κακοφορμίζει την πληγή του καθενός μας

 τι αυτό που θα 'λεγες αλλιώς, νέμεση μοίρα

 τι μονάχα κακές συνήθειες, δόλο και απάτη,

 ή ακόμα ιδιοτέλεια να καρπωθείς το αίμα των άλλων.

 Εύκολα τρίβεται ο άνθρωπος μεσ' στους πολέμους

 ο άνθρωπος είναι μαλακός, ένα δεμάτι χόρτο

 χείλια και δάχτυλα που λαχταρούν ένα άσπρο στήθος

 μάτια που μισοκλείνουν στο λαμπύρισμα της μέρας

 και πόδια που θα τρέχανε, κι' ας είναι τόσο κουρασμένα

 στο παραμικρό σφύριγμα του κέρδους.

 Ο άνθρωπος είναι μαλακός και διψασμένος σαν το χόρτο,

 άπληστος σαν το χόρτο, ρίζες τα νεύρα του κι' απλώνουν

 σαν έρθει ο θέρος

 προτιμά να σφυρίξουν τα δρεπάνια στ' άλλο χωράφι∙

 

Όταν ο Σεφέρης πάτησε τα χώματα της 'Ελλάδας, είχε φέρει μαζύ του αύτη τη σκοτεινόχρωμη εικόνα του μαλακού, του κομματιασμένου, του φυτικού, του αχόρταγου ανθρώπου. Στο χώρο της ψυχής του ανθρώπου, ένα μαλακό ζώο. Εικόνα ανατριχιαστική, αν και διόλου υψηλή. Μα πως να γίνει αλλοιώς; Έτσι του τον δίδαξανε, έτσι του τον διδάξανε τον άνθρωπο Οι καθρέφτες της ψυχής του, στραμμένοι προς τα έργα και τις ημέρες των καιρών που ζήσαμε, ο καθένας με τον τρόπο του και τη μοίρα του, κάτω από τους τροχούς των αρμάτων του πολέμου.

     Οι στίχοι του Τελευταίου Σταθμού είναι ένα ξεχείλισμα από βρασμούς συναισθημάτων πικρών, στυφών, τοξικών. Μα ο Σεφέρης, γράφοντας αυτό το ποίημα, σ' ένα ιταλικό λιμάνι, περίμενε το καράβι που θα τον γύριζε στη χώρα του Μυθιστορήματος, στα νησιά της «Γυμνοπαιδίας», στο κάστρο του Βασιλιά της Ασίνης. Το ποίημα δεν είχε στεγνώσει, και τα νερά που ταξίδευε άστραφταν ολοένα και πιο ελληνικά. Δεν υπάρχει Έλληνας γυρίζοντας στην Ελλάδα, προ παντός από το δρόμο της θάλασσας, που όταν πια μπαίνει στα νερά μας και βλέπει τις γαλάζιες γλυφές του τόπου ορθές, μέσα στο διάφανον αιθέρα, να μην αισθάνεται μέσα του την αστραπή της αυτογνωσίας μέσα στο πάτριο φως. Μπορεί κανείς να φανταστεί πως για τον Σεφέρη, που έβγαινε από τα σκοτάδια της πίκρας του, τούτο θάταν κάτι ακόμη πιο πολύ. Είχε γυρίσει στην πατρίδα του ήλιου και της θάλασσας, στα νερά του Οδυσσέα. Όχι πια το μεγάλο, το μυστικό ποτάμι, ο Νείλος, Οι αγάπανθοι, το πηχτά αλάτια της νεκρής θάλασσας, τα καράβια με τους πρόσφυγες της Γραφής πλέοντας χωρίς να βρίσκουν λιμάνι. Εδώ, ο άνθρωπος, από  χόρτο, γίνεται πέτρα η άγαλμα. Εδώ, η θάλασσα είναι αναβρυστική, μοσχόβολη και ζεστή σα δέρμα γυναίκας. Το πεύκο, σκαλωμένο σε ξανθά βράχια, μυρίζει δυνατά μέσα στη δροσιά της αυγής και του βραδιού, σπιθοβολάν οι πέτρες καθώς το φως «τρίβει διαμαντικά» στις ακμές τους - για να θυμηθούμε εδώ μια εικόνα από τον Βασιλιά της Ασίνης κι' αν κυκλοφορούν φαντάσματα ανάμεσα μας, διάφανα πνεύματα μέσα στο φως, θαναι ο Όμηρος, ο Αισχύλος, ο Οιδίποδας, ο Σωκράτης, κι' άλλοι πολλοί από το γένος των  Ελλήνων που δώσανε στο φως όλο του το νόημα. Το βάθρο που θα σταθούμε για να μιλήσουμε, έστω κι' αν πάλι πρόκειται να πούμε λόγια πικρά, είναι πιο καλά και πιο ψηλά στημένο παρά σ' άλλους τόπους. Φτάνει να μπορούμε ν' αρθρώνουμε τα λόγια μας, όπως τοι συνταίριαζαν οι πρόγονοι μας, κι' εκείνοι που από καιρό σε καιρό τους συνεχίζουν μέσα στη ροή των αιώνων. Ζώντας στην Ελλάδα, πάντα υπάρχει καιρός και τρόπος να ξαγαγεννηθούμε. Το αισθάνθηκε αυτό ο Σεφέρης, πιο δυνατά, πιο οργανικά και πιο συνειδητά από κάθε άλλο σταθμό στην πατρίδα του. Κι' από τη συναίσθηση αυτή - στιγμή κρίσιμη στην εσωτερική ιστορία κάθε Έλληνα που κρατά χαρτί και κοντύλι - γεννήθηκε η Κίχλη, το τελευταίο του και το πιο ανακεφαλαιωτικό του ποίημα - σύγκαιρα όμως κι' ένα είδος πρώτης προβολής καινούργιων εικόνων και τοπίων της εσωτερικής του εμπειρίας, τραγικών πάντα στο υπαρξιακό τους νόημα, όμως εντονώτατα ποιητικών.