Κοτζιάς Αλέξανδρος, Μεταπολεμικοί πεζογράφοι. Κριτικά κείμενα, «Αντώνης Σαμαράκης. Το λάθος 1965»
 
Αθήνα 1982, Κέδρος. σσ. 139-142
 
 
 

Το Λάθος, 1965

 

"Για την ειδική Υπηρεσία οι άνθρωποι χωρίζονται σε όνο αποκλειστικά κατηγορίες: Όσοι είναι με το Καθεστώς - όσοι δεν είναι με το Καθεστώς. Δε χρειάζεται να είναι κανείς δεδηλωμένος εχθρός τον Καθεστώτος, φτάνει να μην είναι με το Καθεστώς, και τότε, αυτομάτως, φυσιολογικά, είναι εχθρός του... Ο μη ων μετ' εμού, κατ' εμού εστί".

Η δήλωση αυτή της καταδιωκτικής αρχής προς τον κρατούμενο ύποπτο, συνοψίζει την απάνθρωπη φιλοσοφία του ολοκληρωτισμού, που αποτελεί τον στόχο της πολεμικής του Σαμαράκη στο τελευταίο βιβλίο του. Ελάσσων πρακτική παραφυάδα αυτών των τερατωδών θεωρητικών αντιλήψεων είναι και το "Τέλειο Σχέδιο", που έχει καταστρώσει το Καθεστώς για να συντρίβει ψυχικά τους υπόπτους εχθρούς του, ώστε να αυτοαποκαλύπτονται. Κι έτσι ενώ μια περίπτωση εφαρμογής του Σχεδίου προσφέρει στο μυθιστόρημα την πλοκή, η τελική κατάρρευση του εξαιτίας του "Βασικού Λάθους" που ενυπάρχει στη σύλληψη του, προσφέρει στον μυθιστοριογράφο την ευκαιρία να διακηρύξει την πίστη του στην ανθρωπιά, και την ελπίδα του, ότι κάποτε θα εξοβελιστούν εν γένει αυτά τα τέρατα από τη ζωή μας.

Ιδού τώρα πως έχουν πιο συγκεκριμένα τα πράγματα. Χρόνος: η εποχή μας. Τόπος: απροσδιόριστος, πάντως μια χώρα όπου επικρατεί ένα στυγνό ολοκληρωτικό καθεστώς. Ατμόσφαιρα: εναλλασσόμενη, πότε αυθεντικά ελληνοπρεπής (μπόχα παλαιικών καφενείων, φτωχογειτονιές, φούτ-μπώλ στους δρόμους, μπαρμπέρικα κτλ.), πότε ευρωπαϊκή (αυτοκινητόδρομοι, κοπέλες βορινής αφέλειας και προθυμίας κλπ.). Υπόθεση: Ένας συνωμότης, εχθρός του Καθεστώτος, συλλαμβάνεται από την Ειδική Υπηρεσία. Στοιχεία εναντίον του δεν υπάρχουν. Τίθεται σε εφαρμογή το Σχέδιο. Δυο δεσμοφύλακες (στην πραγματικότητα ο ένας είναι μεταμφιεσμένος ανακριτής) αναλαμβάνουν τη μεταγωγή του στο Κεντρικό, στην πρωτεύουσα. Καθ' οδόν μια βλάβη του αυτοκινήτου, που ο κρατούμενος αγνοεί ότι είναι ψεύτικη, τους αναγκάζει να διανυκτερεύσουν σε μια ενδιάμεση πόλη. Ο δεσμοφύλακας εξαφανίζεται για να επισκευάσει τάχα το αυτοκίνητο. Ο ανακριτής μένει μόνος με τον κρατούμενο. Υποδύεται τον κοινό άνθρωπο, του κουβεντιάζει, παίζει μαζί του σκάκι, του προσφέρει πορτοκαλάδα, τον παίρνει βόλτα στην επαρχιακή πόλη, τριγυρίζουν στους δρόμους, κοιτάζουν βιτρίνες, πειράζουν κορίτσια, κάθονται σε μπαρ, διασκεδάζουν στο λούνα-πάρκ. Σκοπός του Σχεδίου να δημιουργηθεί μια φιλική ατμόσφαιρα, ώστε ο ύποπτος, αν επιχειρήσει να δραπετεύσει θα προδοθεί, αν πάλι βρεθεί αργότερα στην τρομοκρατική μεταχείριση που του επιφυλάσσεται στο Κεντρικό, θα σπάσει. Πραγματικά, η φιλική ατμόσφαιρα δημιουργείται αλλά όταν ο ύποπτος δοκιμάζει να το σκάσει και αποκαλύπτεται, εκείνος που καταρρέει ψυχικά είναι ο ανακριτής· εκείνος θυσιάζεται προσπαθώντας να σώσει τον εχθρό του Καθεστώτος. Να το Λάθος του Σχεδίου και του Ολοκληρωτισμού, η παραγνώριση του παράγοντος άνθρωπος, παράγοντος ανατρεπτικού κάθε πρόβλεψης και προμελέτης.

Ανεπιφύλακτα, ο συγγραφέας του Αρνούμαι έγραψε ένα μυθιστόρημα, που συναρπάζει, που ρουφιέται από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα· όχι όμως και ένα σπουδαίο βιβλίο. Μαέστρος στην τεχνική του "σασπένς", κατορθώνει με την αναμφισβήτητη ευρηματικότητα του (που μόνο όταν πότε - πότε ξεπέφτει σε φτηνά "τυπογραφικά εφφέ", ενοχλεί) να κερδίσει εξ εφόδου την περιέργεια μας, να κατακτήσει το ενδιαφέρον μας· όχι όμως και να επιτύχει την μέθεξη μας στο ουσιώδες, το όποιο ολοένα νιώθουμε ότι ξεγλιστράει, χάνεται, πνίγεται. Τελικά, κλείνοντας Το Λάθος ο αναγνώστης έχει την εντύπωση ότι προδόθηκε, ότι δεν εκπληρώθηκαν οι προσδοκίες του. Και τούτο είναι μάλλον παράξενο, γιατί οι πυρήνες του βιβλίου είναι ατόφιο χρυσάφι. Τα δύο βασικά του θέματα, η εκπόρθηση μιας συνείδησης χάριν κάποιας σκοπιμότητας και η ιδιότυπη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε θύτη και θύμα, είναι θέματα της τάξεως των αριστουργημάτων.

Ωστόσο, το ουσιαστικό υλικό, που κομίζεται γύρω από αυτούς τους πυρήνες, είναι ελάχιστο, ίσα - ίσα επαρκές να καλύψει ένα μεγάλο διήγημα· το τέντωμά του σε μυθιστορηματικές διαστάσεις άφησε χάσματα, έφερε παραγεμίσματα, με αποτέλεσμα να χάνεται το χρυσάφι μέσα στην άμμο. Έπειτα, το γεγονός ότι οι δυο δεσμοφύλακες και ο κρατούμενος, που σχεδόν μονοπωλούν την αφήγηση, δεν αποκτούν ανθρώπινη υπόσταση, παραμένουν ως το τέλος ανεπώνυμα σχήματα δίχως να γίνουν πρόσωπα, φαίνεται πως βαραίνει ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση, όπου ο λόγος περί προσωπικών σχέσεων, περί συνειδήσεως κτλ. και όπου όλες οι σκηνές και τα επεισόδια πλέκονται και εξαντλούνται γύρω από αυτές τις σχέσεις χωρίς άλλου είδους προεκτάσεις.

Μεσημβρινή, 7/1/66