Βαρίκας Βάσος, κριτική στο έργο Η αυλή των θαυμάτων, εφημερίδα Τα Νέα, Δεκέμβριος 1957, δημοσιευμένη και στο Καμπανέλης Ι., Θέατρο, τομ. Α΄ Η αυλή των θαυμάτων,
 
σσ. 293-296, Αθήνα 1978, Κέδρος
 
 
 

Ομολογώ ότι ούτε «Θαύματα», όπως μας υπόσχεται ο τίτλος του έργου, είδα να συμβαίνουν στην «Αυλή των θαυμάτων» του κ. Ιάκωβου Καμπανέλλη, που παρουσίασε την περασμένη εβδομάδα ο κ. Κάρολος Κουν, ούτε και στις αντιδράσεις των ηρώων του απέναντι σ' αυτό, που ονομάζουμε «αστάθεια και φευγαλέο» της κοινωνικής μας ζωής, κατώρθωσα να διακρίνω τίποτε, που να μπορεί να θεωρηθεί σαν γνώρισμα αποκλειστικό της φυλής μας. Κάθε φυσιολογικό άτομο, όπως και κάθε λαός έχει απεριόριστες δυνατότητες προσαρμογής στις εναλλαγές της τύχης, που συμπυκνώνουν άλλωστε και την ουσία της ζωής. Και όσα διαδραματίζονται στην «Αυλή των θαυμάτων» δεν έχουν τίποτε το ξεχωριστό ώστε να απαιτούν ηυξημένη δύναμη του ενστίκτου της αυτοσυντήρησης για την αντιμετώπισή τους. Θα μπορούσαν, νομίζω, να συμβούν λίγο ή πολύ παραλλαγμένα στα κράσπεδα οποιασδήποτε μεγαλούπολης, δικής μας ή ξένης, χωρίς να προκαλέσουν ιδιαίτερη εντύπωση.

Θα μου επιτραπεί μάλιστα να πιστεύω ότι δεν πρόκειται για αποκλειστικά δικιά μου εντύπωση. Το ίδιο το έργο ανομολογεί την αντικειμενικότητα της παρατήρησης. Για να φανεί συνεπής στις προθέσεις του ο κ. Καμπανέλλης χρειάστηκε να προσθέσει στο δράμα του μια ολόκληρη πράξη, την τελευταία, η οποία αν αφαιρέσεις την αποστολή της να «αποδείξει» την θέση του συγγραφέα, παραμένει εντελώς μετέωρη. Δεν προεκτείνει τη δράση του έργου άλλα σχολιάζει όσα ο θεατής ξέρει ήδη από τις προηγούμενες. Η βασική σύγκρουση επίσης (το επεισόδιο της αυτοκτονίας), που τείνει να διαφοροποιήσει το έργο από εικόνες ζωής σε δραματική σύνθεση όχι μονάχα δε βρίσκεται σε αναγκαστική συνάρτηση με την αρχική σύλληψη, αλλά και μοιάζει να αντιστρατεύεται τις προθέσεις του κ. Καμπανέλλη. Αν το έργο τελείωνε εκεί, που η λογική και αισθητική συνέπεια το απαιτούσε, στην τρίτη πράξη, η υπεραισιόδοξη αντίληψη της ζωής, που ζητάει να υποβάλει ο συγγραφέας, δεν θα είχε που να στηριχθεί.

Ούτε «θαύματα» λοιπόν, είδαμε προχτές, ούτε τις γνώσεις μας για την ψυχολογία της ελληνικής φυλής πλουτίσαμε αισθητά. Είδαμε όμως κάτι άλλο, πολύ σημαντικώτερο, κατά τη γνώμη μας. Ένα θεατρικό συγγραφέα που δεν υπόσχεται απλώς αλλά και είναι σε θέση να πραγματοποιεί ήδη. Γιατί η «Αυλή των θαυμάτων» είναι ένα θεατρικό έργο, που στέκεται άνετα στη σκηνή. Διαδραματίζεται στην αυλή ενός παληού σπιτιού αθηναϊκής φτωχογειτονιάς. Οι ένοικοί του και τα μικροεπεισόδια της καθημερινής τους ζωής προσελκύουν την προσοχή του συγγραφέα. Κόσμος, γνώριμος σε όλους μας, αφού ζούμε καθημερινά δίπλα του. Τον αναγνωρίζουμε χωρίς δυσκολία στις φιγούρες του κ. Καμπανέλλη.

Δεν προχωράει πέρα από την εξωτερική σκιαγράφησή τους ο συγγραφέας. Ο πίνακας του όμως έχει ζωντάνια, πιστότητα, ζωηρό και γνήσιο ηθογραφικό χρώμα. Η «Αυλή των θαυμάτων» είναι ένα κομμάτι ελληνικής ζωής, δοσμένο σε θεατρική γλώσσα. Υπάρχει η γνώση αλλά και η ικανότητα της χρησιμοποίησης των δυνατοτήτων της σκηνής: Φυσικός διάλογος, ευρήματα, κίνηση. Εκείνο όμως που κάνει μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι ο κ. Καμπανέλλης χωρίς ίσως να το αντιληφθή, ξεπερνάει σε «θεατρικότητα» τα ίδια τα πρότυπά του.

Εικόνες ζωής, φωτογραφική δηλαδή αποτύπωση του πραγματικού θέλησε το έργο του ο κ. Καμπανέλλης. Οι αναλογίες της «Αυλής των θαυμάτων» με τα έργα του σύγχρονου αμερικανικού δραματολογίου, είναι προφανείς. Το αποδεικνύει πειστικά, ανάμεσα στ' άλλα και η σύγκρισή της με τις «Σκηνές του δρόμου» του Έρμαν Ράϊς που έχει πρόχειρες ο θεατής στη μνήμη τον. Από τη δεύτερη όμως κι όλα πράξη το έργο του κ. Καμπανέλλη αρχίζει να διαφοροποιείται. Μετατοπίζεται, ασύνειδα, το κέντρο του βάρους. Ένα προσωπικό δράμα αναφαίνεται, ένας άνθρωπος μάς αποκαλύπτει τον εσωτερικό του κόσμο, μια σύγκρουση υποφώσκει, που θα διευρυνθή και θα καλύψη ολόκληρη την επόμενη πράξη. Δεν είναι πια η «πιστή» αναπαράσταση του πραγματικού που αποσπά το ενδιαφέρον του θεατή, αλλά το ανθρώπινο δράμα που παρακολουθεί. Η λεπτομέρεια μεταβλήθηκε σε ουσία και το βασικό σε λεπτομέρεια. Ο δραματικός συγγραφέας υπεσκέλισε και εξηφάνισε σχεδόν τον χρονικογράφο. Ανάφερα τις «Σκηνές του δρόμου». Και εκεί υπάρχει ένα ανάλογο επεισόδιο, ο Φόνος. Στον Αμερικανό συγγραφέα, εν τούτοις, το επεισόδιο συμπληρώνει την εικόνα, αποτελεί μια λεπτομέρειά της. Εδώ αποκτά ανεξαρτησία, ενδιαφέρον, αυτοτέλεια. Εξαντλεί ουσιαστικά το έργο. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά σε πραγματικό θέατρο.

Το έργο φυσικά χάνει έτσι την ενότητά του. Ούτε ως φωτογραφική αναπαράσταση της ζωής προσφέρει μια ικανοποιητική εντύπωση, ούτε ως δραματική σύνθεση ολοκληρώνεται. Τα στοιχεία, που το συνθέτουν αντιμάχονται, το ένα το άλλο. Μέσα σ' ένα πλήθος άσαρκων σκιών, συναντάμε ένα ζωντανό άτομο, το όποιο πάλι με τη σειρά του δίνει την αίσθηση του λειψού και του ασυμπλήρωτου, με πολλά τα κενά και στην σύλληψη και στην παρουσίασή του. Πρόκειται όμως πάντα για ένα άτομο με δραματικό υπόστρωμα. Και αυτό είναι εκείνο, που μας κάνει να παραβλέπουμε τα κατά μέρος μειονεκτήματα του έργου, τα οποία όπως πιστεύουμε, άλλωστε, οφείλονται κυρίως στη διπλή φύση της «Αυλής των θαυμάτων». Στην αντίφαση δηλαδή των συνειδητών προθέσεων του συγγραφέα και των πραγματώσεων που του επέβαλε το δραματικό του ένστικτο. Το ένστικτο αυτό ακριβώς, που μας επιτρέπει να χαιρετίσουμε στο πρόσωπο του κ. Καμπανέλλη ένα προικισμένο δραματογράφο.

Η στοργή και η φροντίδα, που επέδειξεν ο κ. Κουν στην παρουσίαση του έργου, θα πρέπει να προσγραφούν, σαν πρόσθετος έπαινος, στο πλούσιο ενεργητικό της όλης προσπάθειας του «Θεάτρου Τέχνης». Όπως ο ίδιος ο δημιουργός του το είχε σημειώσει, η προσφορά του θεάτρου του δεν μπορεί να ολοκληρωθεί παρά από τη στιγμή, που το δραματολόγιο του θα πλουτιζόταν και με σύγχρονα ελληνικά έργα. Γιατί θέατρο σημαίνει κυρίως δραματική παραγωγή. Και στο βαθμό, που η ελληνική σκηνή θα τροφοδοτείται αποκλειστικά με ξένα έργα, δε μπορούμε να μιλάμε για πραγματική θεατρική ζωή και πρόοδο. Το ανέβασμα της «Αυλής των θαυμάτων» αποτελεί ένα σημαντικό βήμα. Ας ελπίσουμε ότι δεν θα είναι και το τελευταίο.

Βέβαια ο θίασος του «Θεάτρου Τέχνης» επηρεασμένος από τα ανάλογα ξένα και ιδιαίτερα αμερικανικά έργα, που παρουσιάζει κατά προτίμηση, αλλοίωσε κάπως την καθαρά ελληνική ατμόσφαιρα του έργου. Διαφορετικά όλοι οι ηθοποιοί βρισκόταν στους ρόλους τους. Και όπου παρουσιαζόταν κάποια κενά ή ασυνέπειες, την ευθύνη περισσότερο από τον ηθοποιό και τον σκηνοθέτη την φέρει νομίζουμε ο συγγραφέας με την έλλειψη σταθερών διαγραμμάτων των ηρώων του. Η παρατήρηση αφορά κυρίως αν όχι αποκλειστικά τον κ. Μπάκα στον κεντρικό ρόλο του συζύγου κι ας παραμένει γενικά ικανοποιητικό το παίξιμό του. Από τους άλλους ηθοποιούς θα σημειώσουμε, ιδιαίτερα την κ. Αγγελίδου, η οποία στο ρόλο της κουτσομπόλας γυναίκας του λαού, σημείωσε μια εξαιρετική από κάθε άποψη επιτυχία και την κ. Κωνσταντάρου που έδωσε ένα ιδεώδες κορίτσι της γειτονιάς. Η κ. Σώκου αντίθετα, υπερβολική στην νευρικότητά της. Για τις κυρίες Ζαβιτσιάνου και Πανταζοπούλου δεν υπήρχαν περιθώρια ουσιαστικής προβολής. Το ίδιο θα λέγαμε και για τον κ. Μπιρμπίλη. Πολύ καλός ο κ. Χατζημάρκος και στις τελευταίες πράξεις ο κ. Λαζάνης, σ' ένα ρόλο, που θα μπορούσε εν τούτοις και να λείπει χωρίς ουσιαστική απώλεια για το έργο. Η διανομή συμπληρώθηκε με τους κ. κ. Χρηστίδη, Μπάλα, Καζάκου και τον κ. Παπαγιάννη που θετικά συνέβαλαν στην αρτιότητα της παράστασης. Η μουσική του κ. Χατζηδάκη και τα σκηνικά του κ. Τσαρούχη μέσα στο πνεύμα του έργου.

ΒΑΣΟΣ ΒΑΡΙΚΑΣ